Σέ τακτική Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, μετά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ σταλέντος ὑπομνήματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περί τῶν Προσυνοδικῶν Κειμένων τῆς ὀνομαζομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, κατέθεσα γνώμη δι” αὐτά, χωρίς νά ἀναγνωσθεῖ. Μάλιστα, ἐνῶ εἶχαν σταλεῖ ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα τέσσερεις σημαντικές γνῶμες τῶν Ἱερῶν Μονῶν Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου, ὁσίου Φιλοθέου καί ἡ ὁσίου Γρηγορίου, (πρός ἔπαινόν τους) γι” αὐτό τό σημαντικό θέμα πού ἀπασχολεῖ τούς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, δέν ἀνεγνώσθησαν. Καί ὄχι μόνον δέν ἔγινε ἀνάγνωση τῶν γνωμῶν αὐτῶν, ἀλλά παρανόμως ἀπαγόρευσαν νά διαβασθεῖ ἡ δική μου γνώμη καί νά διαβιβασθεῖ πρός τήν Ἱερά Κοινότητα, διότι δέν δέχονται δικά μου γράμματα καί γνῶμες.
Δι”
αὐτόν τόν λόγο, ἐδήλωσα εἰς τήν Σύναξη, ὅτι ἄν δέν ἀναγνώσουν τήν γνώμη μου καί
δέν τήν διαβιβάσουν πρός τήν Ἱερά Κοινότητα, πράγμα πού εἶναι στά δικαιώματα τοῦ
κάθε προϊσταμένου, καί κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ κάθε μοναχοῦ (Ἐσωτερικός Κανονισμός, ἄρθρο
8 στ, καί ιγ), τότε
ἀναγκαστικά, μή ἔχοντας ἄλλη πλέον ἐπιλογή καί δυνατότητα, διά
νά ἀσκήσω τά δικαιώματά μου καί νά ἐκφράσω τήν ἄποψή μου, κάνοντας τό αὐτονόητο
καί ὑποχρεωτικό γιά τήν Ὀρθόδοξη συνείδησή μου, θά τήν δημοσιεύσω εἰς τόν Ἐκκλησιαστικό
Τύπο, διότι τό θέμα εἶναι σημαντικότατο, ἐφόσον ἀφορᾶ τά τῆς Πίστεώς μας.
Φαίνεται πώς ἡ προληπτική λογοκρισία καί ἡ φίμωση κάθε Ὀρθοδόξου ἀντιρρήσεως
σέ ἀντορθόδοξες ἐπικείμενες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἤδη ἄρχισε ἀπό τήν Ἱερά
Κοινότητα καί τά Μοναστήρια, τά ὁποῖα ὅμως ἀνέκαθεν ἦταν τά προπύργια πού
κράτησαν τήν Πίστη μας ζωντανή καί ἀνόθευτη.
Ἀπειλούμαστε,
ὅσοι ἀπό ἐμᾶς ἀντιδροῦμε, μέ κυρώσεις καί ποινές, καί ἐν τέλει θά χαρακτηρισθοῦμε
καί σχισματικοί, καί ὡς δῆθεν προκαλοῦντες σχίσματα διότι θέλουμε νά
παραμείνουμε Ὀρθόδοξοι καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι!!». Δυστυχῶς τό
περιστατικό ἔλαβε χώρα μετά τήν ἐπίσκεψη τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα στήν Λέσβο καί τίς
συμπροσευχές πού παρανόμως γιά ἄλλη μιά φορά ἔγιναν. Ὅταν ἀνέφερα τό γεγονός, ὄχι
μόνον δέν ἔτυχε σχολιασμοῦ, ἀλλά καί ἀμνηστεύθηκε διότι κατά τήν ρήση τῶν
νεοπατέρων, «αὐτά γινόταν πάντοτε στήν Ἐκκλησία». Ὁ κάθε ἕνας ἄς βγάλει τά
συμπεράσματά του ἀπό αὐτά τά λίγα ἐκτεθέντα παρ’ ἡμῖν.
Ἐνοχλοῦνται
οἱ πατέρες διότι, ὄχι μόνον δέν συμφωνοῦμε μέ τά πραττόμενα ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου, ἀλλά καί δέν ἀποδεχόμαστε τίς κατά καιρούς αἱρετίζουσες θέσεις καί
πρακτικές του. Πῶς ὅμως νά συμφωνήσουμε μέ τίς θέσεις καί τίς πρακτικές αὐτές
τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος σέ μόνιμη βάση ἀποκαλεῖ τόν αἱρετικό Πάπα «ἀδελφό» του
καί ἀναγνωρίζει στήν Παπική αἵρεση ἐκκλησιαστικότητα; Ὁλόκληρες Σύνοδοι, ὅπως
Η’ ἐπὶ Μ. Φωτίου (879-880), οἱ Ἡσυχαστικὲς Σύνοδοι τοῦ 1341, 1347, 1451 (Θ΄ Οἰκουμενική),
οἱ νεότερες Πατριαρχικὲς Σύνοδοι τῆς ΚΠόλεως (1722, 1727, 1838 κ.ἄ), ἀλλὰ καὶ οἱ
θεοφώτιστοι ἅγιοι Πατέρες ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου, ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως μὲ εὐαγγελική, πατερικὴ καὶ
ἁγιοσυνοδικὴ θεολογικὴ τεκμηρίωση καταδικάζουν ἀπερίφραστα ὡς αἱρετικούς τους
Λατίνους ἢ τοὺς Λατινόφρονες.
Δέν
εἶναι ἑπομένως ὁ Πατριάρχης ὑπόλογος ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων αὐτῶν
Συνόδων; Δέν ὁμιλεῖ καί πράττει ἀντίθετα απ” ὅσα οἱ προμνημονευθέντες Ἅγιοι
(καί πλῆθος ἄλλων) ἐδίδαξαν; Οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ἐπαπειλοῦν καθαίρεση πρός ὅσους
συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς; Ἡμεῖς τί ἀπό αὐτά πράξαμε; Καταπατήσαμε μήπως
κάποιον ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες καί δέν τό ξέρουμε; Αὐτοί πού τούς καταπατούν
τυχγάνουν τιμῆς καί ἐμεῖς πού συμμορφούμεθα πρός αὐτούς (Ἱερούς Κανόνες) θά
τύχουμε καταδίκης καί ὀνειδισμοῦ;
Στίς
5-2-2016 ἐτελέσθη Ἑσπερινός στόν παπικό καθεδρικό ναό τῆς Σμύρνης ἐπ’ ὀνόματι
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀπό τόν Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο μέ τήν συγχοροστασία τοῦ
παπικοῦ «Ἀρχιεπισκόπου» Σμύρνης κ. Λαυρεντίου, παρουσία καί δύο Ἁγιορειτῶν
πατέρων, τοῦ π. Βαρνάβα καί τοῦ π. Εὐδοκίμου τῶν Βατοπαιδινῶν. Μάλιστα ὁ πατήρ
Εὐδόκιμος μετά τήν ἀπόλυση καί, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης μοίραζε εἰκονίδια στούς παρισταμένους,
ἔψαλλε μαζί μέ ἕναν παπικό «ἱερέα» τό «Ἁγνή Παρθένε», ὅπως φαίνεται σαφέστατα
στό βίντεο πού ἀναρτήθηκε σέ πολλούς ἱστότοπους. Καί αὐτό δέν εἶναι τίποτα; Θά
τό ἀμνηστεύσουμε καί αὐτό; Κατά τά ἄλλα ζητᾶνε ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου και
τούς λοιπούς πατέρες πού σκανδαλιζόμαστε μέ αὐτήν τήν προδοσία νά σιωπήσουμε;
Νομίζουν,
λοιπόν, ὅτι θά κάμψουν τό φρόνημά μας, νομίζουν πώς θά φοβηθοῦμε τίς ἀπειλές
τους καί τούς μεγαλαύχους καί μεγαλοσχήμους ἐκκλησιαστικούς ταγούς πού τούς
λένε νά σιωποῡν καί νά ὑπακούουν σέ ὅ,τι καί ἄν ἀποφασίσουν, ἔστω καί ἀν
προδίδουν τήν Πίστη μας. Ἕναν μόνον φοβόμαστε, Αὐτόν πού ὑπηρετοῦμε. Τόν Κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, Αὐτόν στόν Ὁποῖον θά ἀποδώσουμε λόγο, πρωτίστως ἐάν
κρατήσαμε τήν Πίστη μας. Παρ΄ ὅλα αὐτά, προσευχόμαστε στόν Κύριο, νά δώσει
φωτισμό καί μετάνοια στούς ἀδελφούς μας πού μᾶς πολεμᾶνε, ἔτσι ὥστε ἀπό κοινοῦ
νά ἀντιμετωπίσουμε τόν κίνδυνο τῆς νοθεύσεως καί ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεώς μας διά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς πανθρησκείας πού αὐτός
προετοιμάζει. Καί κυρίως νά δώσει σέ ὅλους μας, ἀνδρεία καί θάρρος νά ὁμολογήσουμε
Χριστό καί Ὀρθοδοξία μέχρι τέλους. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται».
Ἐν
τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Μεγίστης Λαύρας, τῇ 5/18-4-2016
Γνώμη Γέροντος Σάββα διά τήν ὀνομαζομένη Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδο.
Κοινοποίηση εἰς τήν Ἱεράν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους
Ἀναγνόντες
μετά πάσης προσοχῆς τά κοινοποιηθέντα περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί
μελετήσαντες αὐτά, καθώς καί τίς ἀπαντήσεις καί εἰσηγήσεις τῶν ἐγκρίτων
θεολόγων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Λεμεσοῦ
κ. Ἀθανασίου, κ. Δημητρίου Τσελεγγίδου Καθηγητοῦ Δογματικῆς τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. καί πολλῶν ἄλλων, προαγόμεθα ὅπως ἐκθέσωμεν
ὑμῖν τά ἀκόλουθα.
Ἡ
μέλλουσα ὀνομαζόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἡ ὁποία θά πραγματοποιηθεῖ εἰς
Κολυμβάριον Χανίων Κρήτης, πρόκειται νά λάβη σημαντικές ἀποφάσεις, καθοριστικές
διά τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό
τήν ἀρχή τῆς προπαρασκευῆς της, ἡ Σύνοδος αὐτή εἶχε ὡς ἀφετηρία
της κοινωνικά καί ὄχι δογματικά ζητήματα, ὑπηρέτησε δέ ποικίλες
σκοπιμότητες καί συνδέθηκε ἄρρηκτα μέ τόν Οἰκουμενισμό.
Ἐπιγραματικά
ὡς πρός τό περιεχόμενο παρατηρεῖται ὅτι ἐπιχειροῦνται:
Α.ον Ἡ ἀναίρεση τῆς
πίστεώς μας στήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
(ἄρθρο 6ο)
Βον Ἡ νομιμοποίηση τῶν αἱρέσεων – ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν
ὡς ἐκκλησιῶν.
Γον Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἑνότητος
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς γίνεται λόγος γιά «τήν ἀπολεσθεῖσαν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν» (ἄρθρο 21)
Δον Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀντορθόδοξων καί αἱρετικῶν κειμένων
τοῦ ΠΣΕ καί ἡ κατοχύρωσή τους ἀπό Πανορθόδοξη Σύνοδο
Εον Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος ὡς ἐσχάτου Κριτοῦ περί τῶν
θεμάτων τῆς Πίστεως, ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα
δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. (Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου θά εἶναι δεσμευτικές διά τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας)
ΣΤον Ἡ ΘΕΣΜΙΚΗ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ.
Ζον Ἡ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ (ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ) ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.
Τά
ἑπτά αὐτά σημεῖα ἀναλύονται ἐν συντομίᾳ παρακάτω.
Ὅπως
γνωρίζουμε πολύ καλά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου ἀφορᾶ
πρωτίστως στήν θέσπισιν καί τήν στερέωσιν τῶν Δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, καί
τήν ὁριοθέτησίν της ἀπό τήν αἵρεσιν. Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς καθῆκον της, ἐκ
τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, τήν καταπολέμησιν κάθε αἱρέσεως καί τήν ὀρθοτόμησιν τοῦ λόγου
τῆς ἀληθείας. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε τό ἀντίθετο. Νομιμοποίηση τῆς μεταπατερικῆς
θεολογίας, καί τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ. Διά αὐτόν τόν λόγον ὡς Ἁγιορεῖτες
μοναχοί πρέπει νά ἀπαιτήσουμε τά ἑξῆς:
1ον. Ἐν πρώτοις νά ἐπικυρωθοῦν
ὅλες οἱ προηγούμενες ὀρθόδοξες Σύνοδοι, ὅπως γινόταν ἀνέκαθεν στίς Ὀρθόδοξες
τοιαῦτες, καί κυρίως νά ἀναγνωριστοῦν ὡς Οἰκουμενικές ἡ τοῦ Μεγάλου Φωτίου ὡς 8η , καί ὡς 9η ἡ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού
καταδικάζουν τήν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ.
2ο ΝΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΙ ΤΟΥ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ
ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
3ον Νά ἀποσυρθεῖ
ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον
θεοστυγῶν αἱρέσεων, μέ δήλωση μάλιστα, πώς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη, καί ὅτι δέν δύναται νά ὑπάρξει
διάλογος, παρά μόνο κατήχηση καί ἐπιστροφή στούς Κόλπους τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας.
4ον Νά ἐπανέλθει
τό παλαιόν ἑορτολόγιον σέ ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀκολούθησαν τό Ἰουλιανόν.
Ἀν
θέλουμε ἅγιοι πατέρες νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας καί κυρίως μέ τόν
Σωτῆρα μας Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτά εἶναι τά θέματα πού
ἔπρεπε ὡς Ἁγιορεῖται μοναχοί νά ἀπαιτήσουμε νά ψηφισθοῦν σέ αὐτήν τήν Σύνοδο,
γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξη, καί νά μήν δημιουργηθοῦν περαιτέρω σχίσματα εἰς τήν Ἐκκλησία.
Αὐτά εἶναι τά προβλήματα πού ὁ πιστός λαός περιμένει νά δωθοῦν λύσεις. Ὄλα τά ἄλλα
οἱ Ἅγιοι Πατέρες τά ἔχουν τακτοποιημένα. Στήν περίπτωση λοιπόν, πού ὑπερψηφισθοῦν
οἱ ἀντορθόδοξες θέσεις τῶν πρός ψήφιση προσυνοδικῶν κειμένων καί κυρίως ἡ
παροχή ἐκκλησιαστικότητας στήν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ καί στήν πανσπερμία τῶν
προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, ποὺ ἐκθεμελιώνουν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ τὴν ἱερὰν
Παράδοσιν, ὄχι μόνον δὲν πρέπει νά τίς ἀκολουθήσουμε, ἀλλὰ χρεωστικῶς κατὰ τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά διακόψουμε τὸ μνημόσυνον ὅλων αὐτῶν
ποὺ θὰ συμμαχήσουν μὲ τίς αἱρετικές θέσεις καί τόν παναιρετικό οἰκουμενισμό.
Ταῦτα
πάντα τ’ ἀνωτέρω λίαν φιλαδέλφως καταθέτω ὑμῖν, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων ὅτι
θά ἀντιμετωπίσετε τό σοβαρόν τῆς ὑποθέσεως μέ τήν διακρίνουσαν ὑμᾶς ὁμολογιακήν
εὐθυκρισίαν τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος πού πρέπει νά συνέχει τόν κάθε Ἁγιορείτην
μοναχόν.
Γέρων Σάββας Λαυριώτης
Τό περιεχόμενο καί ἡ θεματολογία
τῆς ὀνομαζομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δέν
ἐξέφρασαν ποτέ τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα (κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς),
τό ὁποῖο, ἄλλωστε, οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικό μέ τήν Σύνοδο
αὐτή, οὐδέποτε συμμετεῖχε στήν διαδικασία προπαρασκευῆς της καί
οὐδέποτε ἐνέκρινε τά πρός συζήτηση θέματά της. Ὑπάρχει δηλαδή Ἀποκλεισμός τοῦ
πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καί τῶν κληρικῶν. Ἐκτός,
ὅμως, ἀπό τόν ἀποκλεισμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καί τῶν κληρικῶν, ἔχουμε καί τόν ἀποκλεισμό
καί τήν φίμωση τῶν ἰδίων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἐνημερώθηκαν
γιά τά πεπραγμένα τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καί γιά τά θέματα πού
συζητήθηκαν.
Ὅπως
σημειώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σέ Ἐπιστολή του
πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: «Τά κείμενα τῶν θεμάτων
αὐτῶν ὁλοκληρώθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή καί παραπέμφθηκαν
ἤδη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, χωρίς νά τά γνωρίζη ἡ Ἱεραρχία τῆς
Ἐκκλησίας μας... Γιατί δέν ἐτέθησαν πρός ἔγκριση ἀπό τήν Ἱεραρχία
τά κείμενα αὐτά καί παραπέμφθηκαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἐν ἀγνοίᾳ
τῶν Ἱεραρχῶν;».
Καί
ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης παρατηρεῖ ὅτι, «...ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος -ἀπό τό 1961,
πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις γιά τήν παραπάνω
Μεγάλη Σύνοδο – δέν ἀσχολήθηκε μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Διασκέψεων αὐτῶν
σέ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας».
Ὁ
ἀποκλεισμός τῶν Ἐπισκόπων συντελεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός
ὅτι μόνον 24 Ἀρχιερεῖς ἀπό κάθε Τοπική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά συμμετέχουν
στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί αὐτοί χωρίς νά ἔχουν δικαίωμα ψήφου
ὁ καθένας ξεχωριστά, ἀλλά μόνον ὁ Προκαθήμενος τῆς κάθε Ἐκκλησίας,
ὁ ὁποῖος θά ψηφίζει μέ βάση τήν πλειοψηφία τῶν ἐκεῖ εἰκοσιτεσσάρων
συμμετεχόντων. Ὅπως τονίζει καί ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσοῦ
κ. Ἀθανάσιος, «καταργεῖται ἡ πρακτική ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν
Συνόδων... ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καί τή δική του ψῆφο... (καί)
καθιστᾶ τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πλήν τῶν Προκαθημένων,
διακοσμητικά στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ’ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος
τῆς ψήφου».
Ὁ
ἀποκλεισμός αὐτός τῶν Ἐπισκόπων, τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τοῦ
πιστοῦ λαοῦ ἀπό τήν διαδικασία προπαρασκευῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου
ἀποσκοπεῖ στό νά περιστείλει κάθε Ὀρθόδοξη ἀντίδραση· ἀποσκοπεῖ
στό νά ἐπιβάλει οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις καί πρακτικές καί νά
τίς ἐνισχύσει μέ τό κῦρος τῆς ἀποφάσεως μίας Πανορθοδόξου Συνόδου.
Μέ τό κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον» καί εἰδικότερα μέ τό ἄρθρο 6, ὅπου σημειώνεται
χαρακτηριστικά ὅτι: «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν
ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, μή εὑρισκομένων
ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς», ἐπιχειρεῖται:
Α.ον Ἡ ἀναίρεση τῆς
πίστεώς μας στήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»
Ὁ
Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ ὅτι «θεολογικά καί δογματικά
καί νομοκανονικά ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «Ἐκκλησία» σέ αἱρετικές ἤ
σχισματικές κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη γιατί μία εἶναι
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Ἐάν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις, τότε ποῦ
εἶναι ἡ μοναδική καί Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;»
Καί
ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει γιά τό ἴδιο κείμενο ὅτι «ὑπάρχουν
μερικές ἀσάφειες, ὡσάν νά «ἀναγνωρίζωνται» καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτός
τῆς Μίας, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Βον Ἡ νομιμοποίηση
τῶν αἱρέσεων – ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν ὡς Ἐκκλησιῶν
Κατά
τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει
τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες.....Ὑπάρχουν
Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας»;
Καί
ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ διερωτᾶται: «γιατί στό κείμενο γίνεται πολλαπλή
ἀναφορά σέ «Ἐκκλησίες» καί «Ὁμολογίες»; Ποιά εἶναι Ἐκκλησία καί
ποιά ἡ αἱρετική καί ποιά ἡ σχισματική ὁμάδα ἤ ὁμολογία; Ἐμεῖς
ὁμολογοῦμε μία Ἐκκλησία καί ὅλα τά ἄλλα αἱρέσεις καί σχίσματα».
Ὁ
δέ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης σημειώνει πώς «.…….ἕνα κείμενο πού προωθεῖται
πρός ἔγκριση, ...εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία
τῶν «κλάδων» – νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν
μέ πολύ διαφορετικά δόγματα».
Γον Ἀμφισβητεῖται
ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς γίνεται λόγος γιά «τήν ἀπολεσθεῖσαν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν»
Στό
τέλος τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ ἴδιου Κειμένου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μέ τήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν
σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐπ’
αὐτοῦ, ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σημειώνει ὅτι: «Ἐφόσον ἡ ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται
στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; ... δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι
ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων
ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Ὁ
δέ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος διερωτᾶται: «Ἐπίσης,
μέ τήν ὑπενθύμιση τῶν συγκεκριμένων Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
(ἄρθ. 20) ὑπονοεῖται ἡ «βαπτισματική θεολογία» ὡς βάση τῆς ἑνότητας
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»;
...Μήπως ἐμμέσως ἀνακαλεῖται ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους
1756, μέ τήν ὁποία ἀποδεχόμαστε τούς ἑτεροδόξους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μέ βάπτισμα; Καί ὅποιος θά ἐξακολουθεῖ νά πιστεύη κατά τήν διδασκαλία
τῶν Ἁγίων Πατέρων θά διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί θά εἶναι
«καταδικαστέος»; (ἄρθ. 22).
Δον Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀντορθόδοξων καί αἱρετικῶν Κειμένων
τοῦ ΠΣΕ καί ἡ κατοχύρωσή τους ἀπό Πανορθόδοξη Σύνοδο
Στό
ἄρθρο 21 σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς
τά ὑπ’ αὐτῆς (ἐνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικά
κείμενα... διά τήν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὁ Μητροπολίτης
Λεμεσοῦ σχολιάζει
ἐπ’ αὐτοῦ: «Ἡ ἀναφορά τοῦ κειμένου στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»
μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά διατυπώσω τήν ἔνστασή μου ἀπέναντι σέ κατά
καιρούς διάφορα συγκρητιστικά ἀντικανονικά γεγονότα πού ἔγιναν
σ᾽ αὐτό, ἀλλά καί σ᾽ αὐτήν ταύτην τήν ὀνομασίαν του, ἀφοῦ σ᾽ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας,
πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή της στό Παγκόσμιο Συμβούλιο
Ἐκκλησιῶν».
ΕΟΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΕΣΧΑΤΟ ΚΡΙΤΗ
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΣΧΑΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΙΝΑΙ Η ΓΡΗΓΟΡΟΥΣΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Στό
ἄρθρο δέ 22 τοῦ ἰδίου Κειμένου ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς
Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν
προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται
μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως».
Παρατηρεῖ
σχετικά ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος:«Δηλαδή, ἄν τελικῶς
ληφθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποφάσεις,
τίς ὁποῖες οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοί καί θεολόγοι τίς ἀγνοοῦν, καί οἱ
ὁποῖες ἀντιβαίνουν σέ πατερικές θέσεις, θά ἔχουν εὐθύνη καί θά ὑπόκεινται
σέ κρίσεις καί κατακρίσεις, ἄν ἀρνηθοῦν νά τίς ἐφαρμόσουν;».
Προβάλλεται,
ἐπίσης, στό ἴδιο ἄρθρο, ὡς ἀπόλυτος ἐκφραστής καί ἐγγυητής τῆς δογματικῆς
ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας μόνον τό Συνοδικό Σύστημα. Παραγνωρίζεται,
ἔτσι, καί ὑποτιμᾶται ὁ κλῆρος, οἱ μοναχοί καί ὁ εὐσεβής λαός, πού ὑπῆρξαν
πάντοτε οἱ ὑπερασπιστές καί οἱ φύλακες τῆς ἀκεραιότητας τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεώς μας, ἔναντι κακοδόξων ἀποφάσεων ληστρικῶν Συνόδων.
Ὅπως
παρατηρεῖ γιά τό ἴδιο θέμα ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σέ
σχετική Ἐπιστολή του πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες: «Στό ἄρθρο 22 δίδεται
ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος
προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Στό ἄρθρο αὐτό παραγνωρίζεται
τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο
εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές ἀκόμη καί Οἰκουμενικές
Συνόδους. Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά
τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοί
Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική
Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς συνοδικοί εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ἀνάλογη
κριτική ἀσκεῖ καί ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος: «Ἡ ἄποψη ὅτι
ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο
διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ὡς τοῦ μόνου «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου
κριτοῦ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως», ἔχει δόση ὑπερβολῆς καί ἐκφεύγει τῆς
ἀληθείας, καθότι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές σύνοδοι ἐδίδαξαν
καί ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καί αἱρετικά δόγματα καί ὁ πιστός λαός
τίς ἀπέρριψε καί διεφύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐθριάμβευσε
τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαός ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νά θεωρήσουν
ἑαυτούς σῶμα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί νά ἐκφράσουν σωστά τό
βίωμα καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας».
Μέ τόν
τρόπο αὐτό: ἐπιχειρεῖται ἡ
προληπτική λογοκρισία καί ἡ φίμωση κάθε ὀρθοδόξου ἀντιρρήσεως
σέ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου,
Ἀπειλοῦνται οἱ
Ὀρθόδοξοι πού θά ἀντιδράσουν μέ ποινές,
Κινδυνεύουν νά
χαρακτηρισθοῦν ὡς αἱρετικοί ὅσοι ὀρθοδοξοῦν καί παραμένουν «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
ΣΤΟΝ ΘΕΣΜΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ
Σύμφωνα
μέ τήν συνολική κρίση, ἐπί τοῦ κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τοῦ Καθηγητῆ κ. Τσελεγγίδη,
«οἱ ἐμπνευστές καί οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση
τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ – οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση πανορθοδόξου
Συνόδου. Αὐτό ὅμως θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτό προτείνω, ταπεινῶς, τήν καθολική ἀπόσυρσή του».
ΖΟΝ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ (ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ) ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Τό
κείμενο: «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ»
κυριαρχεῖται ἀπό τήν ἀντιπατερική ἀντίληψη περί προσώπου, ὅπως
τήν ἐκφράζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης.
Στήν κριτική πού ἀσκεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος
ἀναφέρει, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου «παρερμήνευσε τήν διδασκαλία
τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καί τοῦ Ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τόν Τριαδικό Θεό καί πρέπει ἡ ἀντιπατερική αὐτή
ἄποψη νά ἀποβληθῆ, δεδομένου μάλιστα, ὅτι τό συγκεκριμένο κείμενο
τοῦ Περγάμου Ἰωάννου διδάσκεται στίς Θεολογικές καί Ἐκκλησιαστικές
Σχολές, μέ κίνδυνο νά μεγαλώση μιά γενιά θεολόγων καί Κληρικῶν μέ ἀνορθόδοξες
ἀπόψεις γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Γιά
τό ἴδιο κείμενο παρατηρεῖ, ἐπίσης, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Ἀντί
στό κείμενο νά γίνεται λόγος γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται λόγος
γιά τήν «ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (Ἐπικεφαλίδα καί κεφ. Α΄, ἄρθρ.
4), τήν «ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 3), τήν «ὕψιστη
ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 5) ...Στό ἄρθρο αὐτό
(Β΄, ἄρθ. 1) γίνεται λόγος γιά «κοινωνία θείων προσώπων», ἐνῶ...
στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει κοινωνία φύσεως καί ὄχι κοινωνία προσώπων...
Ἀκόμη, εἶναι προβληματική ἡ φράση ὅτι, «τό πρόσωπον συνδέεται μέ
τήν ἐλευθερίαν καί τήν μοναδικότητα, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν σχέσιν
καί κοινωνίαν» (Κεφ. Α΄,1) καί ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι «ὀντολογικό
στοιχεῖον τοῦ προσώπου» (Κεφ. Β΄, 3). Ἄν ἴσχυε αὐτό τότε στόν Θεό κάθε
πρόσωπο θά εἶχε τήν δική του ἐλευθερία καί ἑπομένως θά διεσπᾶτο ἡ
ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος… Ἄν μείνουν αὐτές οἱ φράσεις πού ἐκφράζουν
μιά σύγχρονη θεολογική κατεύθυνση μερικῶν νεωτέρων θεολόγων,
πού διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία, τότε
τά κείμενα πού θά προέλθουν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο...θά στηρίξουν
μιά θεολογία πού εἶναι ξένη πρός τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, θά στηρίξουν
τήν λεγομένη μεταπατερική θεολογία καί θά φανεῖ ὅτι αὐτός ἦταν ὁ
σκοπός αὐτῶν πού συνέταξαν τά κείμενα αὐτά».
Τά
Σύμπεράσματα πού ἀβίαστα ἐξάγονται ἀπό τά παραπάνω εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας, Θά εἶναι:
-Μία
Σύνοδος μέ ἀντορθόδοξη θεματολογία καί πρακτικές
-Μία
Σύνοδος πού ἀποκλείει τούς Ἐπισκόπους καί καταλύει τήν συνοδικότητα
-Μία
Σύνοδος χωρίς τήν ἐνημέρωση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος
-Μία
Σύνοδος μέ θεολογικές ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις
-Μία
Σύνοδος μέ ἀποκλειστικό ρόλο «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ»σέ θέματα πίστεως
-Μία
προσπάθεια ἐπιβολῆς καί κατοχυρώσεως «ἀλαθήτων» ἀποφάσεων
-Μία
προσπάθεια δημιουργίας ἀλλοιωμένης ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας
-Μία
προσπάθεια καθιερώσεως τῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας
-Μία
προσπάθεια θεσμικῆς νομιμοποιήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
-Μία
προσπάθεια ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων
-Μία
Σύνοδος πού ὑποβιβάζει τόν χριστιανισμό στό ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ
-Μία
Σύνοδος πού δέν ἐκφράζει τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος
-Μία
Σύνοδος πού δέν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας,
Σύμφωνα
καί μέ τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς: «Τό ὀρθοδοξότερον εἶναι νά μή συγκληθεῖ
καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ νά μή συμμετάσχει κάποιος σ’ αὐτήν».
Διότι,
«Τί δύναται νά περιμένει κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον;
ἕν μόνον: σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό
εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καί ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι’
αὐτό παρακαλῶ καί ἱκετεύω τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νά ἀπόσχει
ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καί ἀπό τήν
συμμετοχήν εἰς τήν Σύνοδον».
«Στά
δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία
τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική,
γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα».
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἕνας ἀκόμη, ὅταν τήν ἐκφράζει,
αὐτή πλειοψηφεῖ ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, ὅσοι κι ἄν εἶναι ἐκεῖνοι. Ὁποιαδήποτε, ἄλλη,
λοιπόν, κατασκευασμένη καί τεχνητή πλειοψηφία ἐπιβληθεῖ στήν μέλλουσα Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδο, θά τήν καταδείξει ληστρική. Κι αὐτό γιατί δέν θά γίνει ἀποδεκτή ἀπό
τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Πηγή: Βlog "Ακτίνες"