Ἡ πρακτική ἐφαρμογή τοῦ 15ου Κανόνος
τῆς ΑΒ Συνόδου διαχρονικά.
Τοῦ π. Εὐθυμιου Τρικαμηνᾶ
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο:
Τό σημεῖον εἰς τό ὁποῖον ἔχει φθάσει ἡ μικρά αὐτή μελέτη εἶναι τό σημαντικώτερο, διότι πρέπει ἐν τέλει νά παρουσιασθῆ ὅλη, κατά τό δυνατόν, ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις διαχρονικά, διά νά καταδειχθῆ ἡ συμφωνία τῶν ἱερῶν Κανόνων μέ αὐτήν, καί συγκεκριμένα τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν τήν ἱεράν Παράδοσιν, ἡ ὁποία προϋπῆρχε καί δι’ αὐτό ὀνομάζεται Ἀποστολική. Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν τήν ἱεράν Παράδοσι καί περιφρουροῦν αὐτήν, ἡ δέ ἱερά Παράδοσις εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τήν ἁγ. Γραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή πού ἀντλεῖται ἡ πίστις καί ἡ ζωή στήν Ἐκκλησία.
Τό ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ ἱερά Παράδοσις εἶναι ἰσόκυρα εἰς τήν Ὀρθοδοξία σημαίνει ὅτι ἡ ἱερά Παράδοσις ἐκφράζει πλήρως την ἁγ. Γραφή καί ἐπίσης πώς ὅ,τι δέν εἶναι σύμφωνο μέ την ἁγ.Γραφή δέν ἀποτελεῖ ἱερά Παράδοσι. Κατ’ αὐτόν τον τρόπο ἡ ἁγ. Γραφή, ἡ ἱερά Παράδοσις καί οἱ ἱεροί Κανόνες ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο ὁμοιόμορφο καί ὁμοιότροπο, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι, θά λέγαμε, ὁ καταστατικός χάρτης καί ὁ ὁδηγός τῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων.
Οὕτως λοιπόν ἐχόντων τῶν πραγμάτων πρέπει κατ’ ἀρχάς
νά ἀναφέρωμε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων
ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί μάλιστα τούς Ἐπισκόπους καί ποιμένες καί τά ὁποῖα
ἀπετέλεσαν τήν βάσι διά νά δημιουργηθῆ ἡ ἀνάλογος Παράδοσις καί ἐν συνεχείᾳ νά
κατοχυρωθῆ διά τῶν Κανόνων.
1. Ἡ Καινή Διαθήκη διά τήν στάσι τῶν πιστῶν ἀπέναντι
στούς αἱρετικούς.
Ἡ ἀναφορά ἐπίσης τοῦ ἀναθεματισμοῦ σημαίνει ὅτι, διά
τούς κηρύσσοντας αἵρεσι, ἰσχύει ὁ ἀναθεματισμός τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί δέν
χρειάζεται ἄλλη ἀπόφασι Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Τό δεύτερο χωρίο τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι τό Τίτ. 3,10, το
ὁποῖο λέγει: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς
ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος και ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ἐδῶ ὁ ἀπ. Παῦλος
παραγγέλλει νά φεύγωμεν μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι παραμένουν οἰκειοθελῶς
στήν πλάνη των. Καί ἐδῶ τό «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει τήν αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ
ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀπόφασι Συνόδου. Ἡ αἵρεσις δηλαδή μᾶς ἀποκόπτει
ἀμέσως ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Καταλαβαίνει κανείς ἐκ τούτου ὅτι ἄν μέ τόν
χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο, τί γίνεται
μέ τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τίς κοινές δηλώσεις καί ἀλληλοαναγνωρίσεις, τήν ἀντιμετώπισι
τῶν αἱρετικῶν ὡς νά εἶναι Ὀρθόδοξοι κλπ.
Τό τέταρτο χωρίο εἶναι τό Β΄ Κορινθ. 6,14-17, τό ὁποῖο
λέγει: «Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς δέ συμφώνησις Χριστοῦ πρός
Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; Τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων...
διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε,
κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς». Παρεμφερές εἶναι καί αὐτό τό χωρίο μέ τά προηγούμενα,
διότι καί οἱ αἱρετικοί παρομοιάζονται μέ τούς ἀπίστους καί μάλιστα, ἐπειδή πολλές
φορές δροῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, προξενοῦν μεγαλύτερη ζημιά.
Προφανῶς οἱ Πατέρες τῆς ἐπί ἁγ. Φωτίου Πρωτοδευτέρας
Συνόδου χρησιμοποιοῦν ἀντιστοίχως τούς ὅρους «ψευδεπισκόπων καί
ψευδοδιδασκάλων» διά νά δείξουν ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί ἔχουν λόγῳ τῆς αἱρέσεως ἐκπέσει
τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Τελευταῖα νά ἀναφέρωμε καί τό χωρίον τοῦ ἀπ. Παύλου Ἐφεσ.
4,5, τό ὁποῖον λέγει «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». Μία εἶναι ἡ
παραδοθεῖσα ἐξ ἀρχῆς ἀπό τους ἁγ. Ἀποστόλους πίστις τήν ὁποία ὁ ἀπ. Ἰούδας ὁ ἀδελφόθεος
παραγγέλλει νά ἀγωνιζώμεθα διά τήν διαφύλαξί της «ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ
παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει».
2. Ἡ συμφωνία τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων διά τήν ἀπομάκρυνσι
ἀπό αἱρετικούς ψευδοποιμένες
Ἀπολύτως σύμφωνες μέ τήν ἁγ. Γραφή εἶναι και οἱ Ἀποστολικές
Διαταγές. Εἰς τό δέκατο ἔνατο κεφάλαιο τοῦ δευτέρου βιβλίου ὁρίζουν τά ἑξῆς: «ἵνα
μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν· καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ
πεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται, καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην
ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς
διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι
κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων».
Δηλαδή οἱ Χριστιανοί
πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρυνθοῦν ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τόν διεφθαρμένο ποιμένα, διότι ὁ ἴδιος
ὡς λύκος θά τούς κατασπαράξη. Εἶναι ἄραγε δυνατόν νά περιμένη ἀπόφασι Συνόδου
τό πρόβατο διά νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν λύκο; Καί εἶναι δυνατόν νά μή βλαφθῆ
παραμένοντας ἐκκλησιαστικά κοντά του, σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασι
Κανόνος; Περιττό νά ἀναφερθῆ ὅτι πρόβατα θεωροῦνται ὄχι μόνον οἱ λαϊκοί ἀλλά
καί οἱ κληρικοί ἐν σχέσει μέ τόν Ἐπίσκοπο.
Οἱ ἀποστολικοί ἐπίσης ἱεροί Κανόνες εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνοι
μέ τήν ἁγ. Γραφή καί ἀπαγορεύουν κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς
καί κάθε ἀναγνώρισι εἰς αὐτούς οἱασδήποτε ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ἤ μυστηρίου
(Κανών Ι΄, ΛΑ΄, ΛΓ΄, ΜΕ΄, ΜΣ΄, ΜΖ΄, ΞΕ΄, ΞΗ΄, Ο΄). Εἰς ὅλους αὐτούς τούς ἀποστολικούς
Κανόνες οἱ αἱρετικοί ἀναφέρονται γενικά καί προφανῶς δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό
κάποια Σύνοδο.
Οἱ ἀποστολικοί Πατέρες εἶναι καί αὐτοί σύμφωνοι εἰς
τό σημεῖο αὐτό μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ἀποστολική Παράδοσι. Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ
Θεοφόρος λέγει τά ἑξῆς: «εἰ δέ οἱ τούς ἀνθρωπίνους οἴκους διαφθείροντες θανάτῳ καταδικάζονται
πόσῳ μᾶλλον οἱ τήν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν νοθεύειν ἐπιχειροῦντες, αἰωνίαν τίσσουσιν
δίκην... Ὁμοίως δέ καί πᾶς ἄνθρωπος ὁ τό διακρίνειν παρά θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται,
ἀπείρῳ ποιμένι ἐξακολουθήσας καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος» (πρός Ἐφεσίους
ΒΕΠΕΣ 2,291)· καί ἐπίσης «πᾶς ὁ λέγων παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν
νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῆ, κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν
προβάτου δορᾷ, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος» (Ἁγ. Ἰγνατίου Θεοφόρου πρός Ἥρωνα,
ΒΕΠΕΣ 2,330). Δηλαδή ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀκολουθῶν τήν ἀποστολικήν Παράδοσιν διδάσκει
τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε ποιμένα, ὁ ὁποῖος νοθεύει τήν πίστιν, ἔστω καί ἄν τόν ἰδοῦμε
νά εἶναι ἀσκητής καί να κάνη θαύματα. Μέ τήν ὑπερβολήν αὐτή θέλει προφανῶς νά
δείξη τήν ἀναγκαιότητα πρός σωτηρίαν τῆς ἀνοθεύτου ὀρθοδόξου πίστεως. Πουθενά ἐπίσης
δέν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος ἀπόφασι Συνόδου, προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆ κάποιος ἀπό
τόν νοθεύοντα τήν Ἀποστολική πίστι καί Παράδοσι.
3. Ἡ διαχρονική ἐφαρμογή τοῦ ΙΕ΄ κανόνος ἀπό τούς
μετά τόν γ΄ αἰώνα μεγάλους Πατέρες.
Ἡ περίοδος ὅμως, πού φαίνεται καθαρά και ἀδιαφιλονίκητα
ἡ ἐφαρμογή τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἶναι ἡ μετά τούς
τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν περίοδος, διότι κατά τήν περίοδο αὐτή ἀνεφύησαν
οἱ αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἐδραστηριοποιοῦντο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ σκοπό
τήν ἀλλοίωσι τῆς πίστεως καί τῆς Παραδόσεως. Κατ’ αὐτήν λοιπόν τήν περίοδο οἱ
μεγάλοι Πατέρες καί πρόμαχοι τῆς εὐσεβείας διαρκῶς μέ λόγια καί με ἔργα ἐδίδασκον
τούς Ὀρθοδόξους τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί κληρικούς,
χωρίς αὐτοί νά καταδικασθοῦν ἀπό Σύνοδο, ἀλλά μέ κριτήριο μόνο τά αἱρετικά των
φρονήματα. Ὅ,τι δηλαδή θεσπίζει ὁ ὑπό ἐξέτασιν ἱερός Κανών. Ἐδῶ ἔχουμε καί τό
θαυμαστό τοῦ διωγμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων, τήν ἀντικατάστασι τῶν Ὀρθοδόξων ποιμένων ἀπό
αἱρετικούς, τήν συμμαχία τῶν αἱρετικῶν μέ τήν πολιτική ἐξουσία καί τήν διάβρωσι
τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκ τῶν ἔσω. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ Πατέρες ἐδίδασκον
τήν ἀντί πάσης θυσίας ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, καί ὁριοθετοῦσαν τήν Ἐκκλησία
εἰς τούς ἔχοντας ὀρθόδοξο φρόνημα καί μάλιστα, ἐφ’ ὅσον ἀπεμακρύνοντο ἀπό τούς αἱρετικούς.
α΄. Ὁ Μέγας Βασίλειος:
Ὁ Μ. Βασίλειος κατ’ ἀρχάς περιγράφει τήν κατάστασι τῆς Ἐκκλησίας τήν περίοδο ἐκείνη ὡς ἑξῆς: ...Στά δεκατρία χρόνια, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως καί τῆς ἐπικρατήσεως τῆς αἱρέσεως, ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι περισσότερα δεινά ἀπό τήν περίοδο τῶν διωγμῶν. Οἱ αἱρετικοί ἦσαν στούς ναούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐσυνάζοντο στίς ἐρημιές, γιά νά μήν ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά με τούς αἱρετικούς· διότι, εἶχε μέν καταδικασθεῖ ὁ Ἀρειανισμός ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά οἱ συγκεκριμένοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τούς θρόνους καί τους ναούς δέν εἶχαν καταδικασθῆ.(1)
Ὁ Μ. Βασίλειος κατ’ ἀρχάς περιγράφει τήν κατάστασι τῆς Ἐκκλησίας τήν περίοδο ἐκείνη ὡς ἑξῆς: ...Στά δεκατρία χρόνια, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως καί τῆς ἐπικρατήσεως τῆς αἱρέσεως, ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι περισσότερα δεινά ἀπό τήν περίοδο τῶν διωγμῶν. Οἱ αἱρετικοί ἦσαν στούς ναούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐσυνάζοντο στίς ἐρημιές, γιά νά μήν ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά με τούς αἱρετικούς· διότι, εἶχε μέν καταδικασθεῖ ὁ Ἀρειανισμός ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά οἱ συγκεκριμένοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τούς θρόνους καί τους ναούς δέν εἶχαν καταδικασθῆ.(1)
Σέ ἄλλη ἐπιστολή ὁ ἅγιος ἀναφέρει: ...Ἐδῶ περιγράφεται πάλι ἡ ἰδία κατάστασις. Οἱ Ἐπίσκοποι πού
τοποθετοῦνται στίς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων ποιμένων χαρακτηρίζονται ἀπό τόν ἅγιο
«λύκοι βαρεῖς». Οἱ Ὀρθόδοξοι δέ, δέν ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μέ αὐτούς, πρίν
αὐτοί καταδικασθοῦν ἀπό κάποια Σύνοδο.(2)
Θά ἀναφέρωμε καί μία τρίτη περιγραφή τοῦ ἁγίου διά νά
κατανοήσωμε τό πῶς οἱ τότε Ὀρθόδοξοι δέν ἐπικοινωνοῦσαν μέ τήν αἵρεσι καί τούς
αἱρετικούς: «Ἀνατέτραπται μέν τά τῆς εὐσεβείας δόγματα, συγκέχυνται δέ Ἐκκλησίας
θεσμοί. Φιλαρχίαι δέ τῶν μή φοβουμένων τόν Κύριον ταῖς προστασίαις ἐπιπηδῶσι καί
ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπόν ἆθλον δυσσεβείας ἡ προεδρία πρόκειται, ὥστε ὁ τά χαλεπώτερα
βλασφημήσας εἰς ἐπισκοπήν λαοῦ προτιμότερος"(3).
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπίσης, στήν πρός Μονάζοντας ἐπιστολή
του, ὅπως μᾶς τά μεταφέρει ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, λέγει: «Οἵτινες τήν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον
πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους,
εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσιν, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς
ὀνομάζειν» (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ.
133 (24-28).
Εἶναι σαφής λοιπόν ἡ γραμμή τῶν Ὀρθοδόξων πρός τους αἱρετικούς
Ἐπισκόπους καί κληρικούς μή καταδικασθέντας ὑπό Συνόδου, ἀσχέτως ἂν ἡ
συγκεκριμένη αἵρεσις εἶχε καταδικασθεῖ ἢ ὄχι. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις
τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό ἦτο Παράδοσις ἡ ὁποία λειτουργοῦσε
ὡς ἔνστικτο ὄχι μόνο εἰς τούς κληρικούς, ἀλλά καί εἰς τόν ἁπλό λαό.
Δέν πρέπει νά στερήσωμε τούς ἀναγνῶστες τῆς παρούσης
μικρᾶς μελέτης καί ἀπό τήν ἡδυτάτη παρουσίασι και ἑνός ἀκόμη τμήματος ἐπιστολῆς
τοῦ ἁγίου: ...Ἐδῶ ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ δι’ αὐτούς πού ἐπρόδωσαν καί ἐπικοινώνησαν
ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτοί λέγει ἀπεχώρησαν, ἀλλά τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ ἔμεινεν ἀκέραιον καί ἀνέπαφον. Ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου: «Καί γάρ καί τό ἀχρειωθέν
ἀπερρύη καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον» εἶναι θαυμασιωτάτη καί μοναδική σέ
παραστατικότητα, δηλώνει δέ ὅτι ὅσοι καί ἄν ἀποχωρήσουν διά τῆς αἱρέσεως ἀπό
τήν Ὀρθοδοξία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μένει ἀνέπαφο, ἀκέραιο καί ὁλόκληρο.(4)
Τό σημαντικό ὅμως εἰς τήν παροῦσα ἀναφορά τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί ἔφυγαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία διά τῆς αἱρέσεως, παρέμειναν εἰς τους ναούς καί μάλιστα μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἐτοποθέτησαν αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι φυσικά εἶχαν κανονική Ἀποστολική διαδοχή. Τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐξ ἐνστίκτου κινούμενοι, ἀπεχώρησαν ἀπό τούς ναούς καί ἐσυνάζοντο εἰς τά δάση καί τά βουνά. Ὁ ἄγγελος δέ τῆς Ἐκκλησίας ἔφυγε καί αὐτός ἀπό τούς ναούς πού κατείχοντο ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἦλθε στήν ἔρημο, ἐκεῖ δηλαδή ὅπου συγκεντρώνοντο οἱ Ὀρθόδοξοι.
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων, χωρίς φυσικά να ἀναμένουν συνοδική ἀπόφασι, ἡ ὁποία νά καταδικάζη τους συγκεκριμένους αἱρετικούς. Σαφῶς ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ἐπιπλέον ὅτι ὁ Χριστός ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου διαφυλάσσεται ἡ ἀληθινή πίστις καί ὄχι ἐκεῖ ὅπου διαφυλάσσεται ἡ Ἀποστολική διαδοχή ἄνευ αὐτῆς.
Τό σημαντικό ὅμως εἰς τήν παροῦσα ἀναφορά τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί ἔφυγαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία διά τῆς αἱρέσεως, παρέμειναν εἰς τους ναούς καί μάλιστα μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἐτοποθέτησαν αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι φυσικά εἶχαν κανονική Ἀποστολική διαδοχή. Τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐξ ἐνστίκτου κινούμενοι, ἀπεχώρησαν ἀπό τούς ναούς καί ἐσυνάζοντο εἰς τά δάση καί τά βουνά. Ὁ ἄγγελος δέ τῆς Ἐκκλησίας ἔφυγε καί αὐτός ἀπό τούς ναούς πού κατείχοντο ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἦλθε στήν ἔρημο, ἐκεῖ δηλαδή ὅπου συγκεντρώνοντο οἱ Ὀρθόδοξοι.
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων, χωρίς φυσικά να ἀναμένουν συνοδική ἀπόφασι, ἡ ὁποία νά καταδικάζη τους συγκεκριμένους αἱρετικούς. Σαφῶς ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ἐπιπλέον ὅτι ὁ Χριστός ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου διαφυλάσσεται ἡ ἀληθινή πίστις καί ὄχι ἐκεῖ ὅπου διαφυλάσσεται ἡ Ἀποστολική διαδοχή ἄνευ αὐτῆς.
Καί ἕνα τελευταῖο, ἀπό τά πολλά τμήματα τῶν ἐπιστολῶν
τοῦ μεγάλου πατρός τῆς Καισαρείας, τά ἀναφερόμενα εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, τό ὁποῖον
καί αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά παρουσιασθῆ: «Μόνον μή ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις
αὐτῶν ἐπαγγελομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γάρ οἱ τοιοῦτοι καί οὐ
Χριστιανοί, τό ἀεί αὐτοῖς κατά τόν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ζῆν
προτιμῶντες. Ὅτε ἐνόμισαν κτᾶσθαι τήν κενήν ταύτην ἀρχήν, προσέθεντο τοῖς ἐχθροῖς
τοῦ Χριστοῦ· ὅτε εἶδον τούς λαούς ἀγριαίνοντας, σχηματίζονται πάλιν τήν ὀρθότητα.
Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδέ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τόν παρά τῶν βεβήλων
χειρῶν ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως, εἰς προστασίαν προβεβλημένον. Αὕτη ἐστίν ἡ ἐμή
κρίσις. Ὑμεῖς δέ εἴ τινα ἔχετε μεθ’ ἡμῶν μερίδα, ταὐτά ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι·
εἰ δέ ἐφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστός ἐστι κύριος, ἡμεῖς ἀθῷοι ἀπό
τοῦ αἵματος τούτου. Ταῦτα δέ ἔγραψα οὐχ ὑμῖν ἀπιστῶν, ἀλλά τό τινων ἀμφίβολον
στηρίζων ἐκ τοῦ γνωρίσαι τήν ἐμαυτοῦ γνώμην, ὡς μή προσληφθῆναί τινας εἰς
κοινωνίαν μηδέ τῆς χειρός αὐτῶν ἐπιβολήν δεξαμένους, μετά ταῦτα εἰρήνης γενομένης,
βιάζεσθαι ἑαυτούς ἐναριθμεῖν τῷ ἱερατικῷ πληρώματι» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 240,
Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 3, 226).
Ἐδῶ θαυμάσια περιγράφει ὁ ἅγιος τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους,
τούς ὀνομάζει δέ Χριστεμπόρους καί μετασχηματιζόμενους ἀναλόγως τῆς διαθέσεως τῶν
λαῶν. Ὅλους αὐτούς δέ, δέν τούς θεωρεῖ κἄν Ἐπισκόπους διότι, ὅπως ἀναφέρει, ἐχειροτονήθησαν
«ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως».
Καί βέβαια δέν τά ἔλεγε αὐτά κατόπιν ἀποφάσεως
Συνόδου, διά τούς συγκεκριμένους αἱρετικούς, (αὐτό θά ἦτο προφανῶς περιττό καί
θά ἤρκει πρός νουθεσία ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου), ἀλλά τήν εὐθύνη διά τήν πίστι
καί ὀρθοδοξότητα τῶν Ἐπισκόπων τήν ἐναπέθετε εἰς τόν κάθε ὀρθόδοξον.
Ἐδῶ ἐπιπλέον φαίνεται ἡ δολιότης καί ἡ ὑποκρισία τῶν
αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέσις τοῦ λαοῦ ὡς φύλακος τῆς πίστεως.
Αὐτή ἡ ὑποκρισία εἶναι ἴδια και ἀπαράμιλλη μέ τήν σημερινή, «ὅτε εἶδον τούς
λαούς ἀγριαίνοντας σχηματίζονται πάλιν τήν ὀρθότητα». Μόνο πού σήμερα οἱ λαοί
δέν ἀγριαίνουν, ὅπως τότε, ἀλλά ἐφησυχάζουν ἀναπαυόμενοι στήν δῆθεν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος καί ἀναμένοντες ἡσύχως τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Εἶναι ἀκόμη ἄξιον παρατηρήσεως καί δεικνύει τήν ἄκρα
αὐστηρότητα τοῦ ἀγίου εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει στό
τέλος: «ὡς μή προσληφθῆναί τινας εἰς κοινωνίαν μηδέ τῆς χειρός αὐτῶν ἐπιβολήν
δεξαμένους, μετά ταῦτα εἰρήνης γενομένης, βιάζεσθαι ἑαυτούς ἐναριθμεῖν τῷ ἱερατικῷ
πληρώματι». Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀπαγορεύει να δεχθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν εἰρηνεύσουν τά
πράγματα και ἐπικρατήσει ἡ Ὀρθοδοξία, καί ὅσους ἐχειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς
καί κατόπιν μετανοήσουν καί θελήσουν να προσέλθουν εἰς τήν Ὀρθοδοξία μέ τό ἱερατικό
τους ἀξίωμα.
(1) «Τρισκαιδέκατον γάρ ἔτος ἐστίν ἀφ’ οὗ ὁ αἱρετικός ἡμῖν πόλεμος ἐπανέστη, ἐν ᾧ πλείους γεγόνασι ταῖς Ἐκκλησίαις αἱ θλίψεις τῶν μνημονευομένων ἀφ’ οὗ τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καταγγέλλεται. Ὧν τά καθ’ ἕκαστον διηγεῖσθαι ὑμῖν παραιτούμεθα μή ποτε τό τοῦ λόγου ἡμῶν ἀσθενές τήν ἐνάργειαν τῶν κακῶν ὑπεκλύσῃ· καί ἅμα οὐδέ ἡγούμεθα ὑμᾶς διδασκαλίας προσδεῖσθαι τήν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων πάλαι τῇ φήμῃ δεδιδαγμένους. Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ· οἱ λαοί τούς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται· θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καί παιδία καί γέροντες καί οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καί νιφετοῖς καί ἀνέμοις καί παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δέ καί ἐν θέρει ὑπό τήν φλόγα τήν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καί ταῦτα πάσχουσι διά τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
(2) «Γνώριμα δέ τά θλίβοντα ἡμᾶς, κἄν ἡμεῖς μή λέγωμεν. Εἰς πᾶσαν γάρ τήν οἰκουμένην ἐκκέχυται. Καταπεφρόνηται τά τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τά πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τό καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δέ λύκοι βαρεῖς διασπῶντες τό ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τά παλαιά συγκρίνοντες τοῖς· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μέν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τούς τήν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δέ τῇ ἀληθείᾳ τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολύ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς και ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).
(3) «Οἴχεται σεμνότης ἱερατική, ἐπιλελοίπασιν οἱ ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης τό ποίμνιον τοῦ Κυρίου, οἰκονομίας πτωχῶν εἰς ἰδίας ἀπολαύσεις καί δώρων διανομάς παραναλισκόντων ἀεί τῶν φιλαρχούντων. Ἠμαύρωται κανόνων ἀκρίβεια, ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή. Οἱ γάρ σπουδαῖς ἀνθρωπίναις παρελθόντες ἐπί τό ἄρχειν ἐν αὐτῷ τούτῳ τῆς σπουδῆς τήν χάριν ἀνταναπληροῦσι τῷ πάντα πρός ἡδονήν ἐνδιδόναι τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Ἀπόλωλε κρῖμα δίκαιον, πᾶς τις τῷ θελήματι τῆς καρδίας αὐτοῦ πορεύεται.
(π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος..., σελ. 75-87).__________________
(1) «Τρισκαιδέκατον γάρ ἔτος ἐστίν ἀφ’ οὗ ὁ αἱρετικός ἡμῖν πόλεμος ἐπανέστη, ἐν ᾧ πλείους γεγόνασι ταῖς Ἐκκλησίαις αἱ θλίψεις τῶν μνημονευομένων ἀφ’ οὗ τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καταγγέλλεται. Ὧν τά καθ’ ἕκαστον διηγεῖσθαι ὑμῖν παραιτούμεθα μή ποτε τό τοῦ λόγου ἡμῶν ἀσθενές τήν ἐνάργειαν τῶν κακῶν ὑπεκλύσῃ· καί ἅμα οὐδέ ἡγούμεθα ὑμᾶς διδασκαλίας προσδεῖσθαι τήν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων πάλαι τῇ φήμῃ δεδιδαγμένους. Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ· οἱ λαοί τούς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται· θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καί παιδία καί γέροντες καί οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καί νιφετοῖς καί ἀνέμοις καί παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δέ καί ἐν θέρει ὑπό τήν φλόγα τήν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καί ταῦτα πάσχουσι διά τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
(2) «Γνώριμα δέ τά θλίβοντα ἡμᾶς, κἄν ἡμεῖς μή λέγωμεν. Εἰς πᾶσαν γάρ τήν οἰκουμένην ἐκκέχυται. Καταπεφρόνηται τά τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τά πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τό καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δέ λύκοι βαρεῖς διασπῶντες τό ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τά παλαιά συγκρίνοντες τοῖς· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μέν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τούς τήν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δέ τῇ ἀληθείᾳ τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολύ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς και ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).
(3) «Οἴχεται σεμνότης ἱερατική, ἐπιλελοίπασιν οἱ ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης τό ποίμνιον τοῦ Κυρίου, οἰκονομίας πτωχῶν εἰς ἰδίας ἀπολαύσεις καί δώρων διανομάς παραναλισκόντων ἀεί τῶν φιλαρχούντων. Ἠμαύρωται κανόνων ἀκρίβεια, ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή. Οἱ γάρ σπουδαῖς ἀνθρωπίναις παρελθόντες ἐπί τό ἄρχειν ἐν αὐτῷ τούτῳ τῆς σπουδῆς τήν χάριν ἀνταναπληροῦσι τῷ πάντα πρός ἡδονήν ἐνδιδόναι τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Ἀπόλωλε κρῖμα δίκαιον, πᾶς τις τῷ θελήματι τῆς καρδίας αὐτοῦ πορεύεται.
Ἡ
πονηρία ἄμετρος, οἱ λαοί ἀνουθέτητοι, οἱ προεστῶτες ἀπαρρησίαστοι.
Δοῦλοι γάρ τῶν δεδωκότων τήν χάριν οἱ δι’ ἀνθρώπων ἑαυτοῖς τήν
δυναστείαν κατακτησάμενοι...
Ἐπί
τούτοις γελῶσιν οἱ ἄπιστοι, σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι· ἀμφίβολος ἡ
πίστις, ἄγνοια κατακέχυται τῶν ψυχῶν διά τό μιμεῖσθαι τήν ἀλήθειαν τούς
δολοῦντας τόν λόγον ἐν κακουργίᾳ. Σιγᾷ μέν γάρ τά τῶν εὐσεβούντων
στόματα, ἀνεῖται δέ πᾶσα βλάσφημος γλῶσσα · ἐβεβηλώθη τά ἅγια, φεύγουσι
τούς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα,
κατά δέ τάς ἐρημίας πρός τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετά στεναγμῶν
καί δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν. Ἔφθασε δέ πάντως καί μέχρις ὑμῶν τά
γινόμενα ἐν ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων, ὅτι οἱ λαοί σύν γυναιξί καί παισί
καί αὐτοῖς τοῖς πρεσβύταις πρό τῶν τειχῶν ἐκχυθέντες ἐν τῷ ὑπαίθρῳ
τελοῦσι τάς προσευχάς, φέροντες πάσας τάς ἐκ τοῦ ἀέρος κακοπαθείας σύν
πολλῇ τῇ μακροθυμίᾳ, τήν παρά τοῦ Κυρίου ἀντίληψιν ἀναμένοντες...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86· ΒΕΠΕΣ 55, 122).
(4) «Ἀλλ’ ἐκεῖνος μέν (γράφει) τοῦ παντός ἑαυτοῦ βίου ἐναργέστατον ἐξήνεγκε δεῖγμα ἐκ τῆς νῦν προαιρέσεως, ὅτι οὐδέποτε ἔζη ἐπ’ ἐλπίδι τῶν ἀποκειμένων ἡμῖν ἐπαγγελιῶν παρά τοῦ Κυρίου· ἀλλά εἴ τι αὐτῷ ἐπραγματεύετο τῶν ἀνθρωπίνων καί ρήματα πίστεως καί πλάσμα εὐλαβείας, πάντα πρός τήν τῶν ἐντυγχανόντων ἀπάτην ἐπετηδεύετο. Ὑμᾶς δέ τί καταπονεῖ τό συμβάν; Τί χείρους ἑαυτῶν γεγόνατε παρά τοῦτο; Ἔλειψεν εἷς ἐκ τοῦ πληρώματος ὑμῶν· εἰ δέ καί συναπῆλθέν που ἄλλος εἷς ἤ δεύτερος, ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ καί τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον. Εἰ δέ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων ἐξεβλήθητε, ἀλλ’ ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεσθε καί ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις ἐγκατακλίνονται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρύ ἑαυτοῖς τό κρῖμα κατασκευάζοντες.
(4) «Ἀλλ’ ἐκεῖνος μέν (γράφει) τοῦ παντός ἑαυτοῦ βίου ἐναργέστατον ἐξήνεγκε δεῖγμα ἐκ τῆς νῦν προαιρέσεως, ὅτι οὐδέποτε ἔζη ἐπ’ ἐλπίδι τῶν ἀποκειμένων ἡμῖν ἐπαγγελιῶν παρά τοῦ Κυρίου· ἀλλά εἴ τι αὐτῷ ἐπραγματεύετο τῶν ἀνθρωπίνων καί ρήματα πίστεως καί πλάσμα εὐλαβείας, πάντα πρός τήν τῶν ἐντυγχανόντων ἀπάτην ἐπετηδεύετο. Ὑμᾶς δέ τί καταπονεῖ τό συμβάν; Τί χείρους ἑαυτῶν γεγόνατε παρά τοῦτο; Ἔλειψεν εἷς ἐκ τοῦ πληρώματος ὑμῶν· εἰ δέ καί συναπῆλθέν που ἄλλος εἷς ἤ δεύτερος, ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ καί τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον. Εἰ δέ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων ἐξεβλήθητε, ἀλλ’ ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεσθε καί ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις ἐγκατακλίνονται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρύ ἑαυτοῖς τό κρῖμα κατασκευάζοντες.
Εἰ
δέ τις καί κόπος ἐστίν ἐν τῷ πράγματι, πέπεισμαι τῷ Κυρίῳ μή εἰς κενόν
ὑμῖν ἀποβήσεσθαι τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἄν ἐν πλείοσι πειρατηρίοις γένησθε,
τοσούτῳ πολυτελέστερον τόν παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθόν ἀναμένετε.
Μήτε οὖν δυσφορεῖτε τοῖς παροῦσι μήτε ἀποκάμνετε τῇ ἐλπίδι» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστολή 238, Τοῖς Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 3, 220).