Η εκκλησιαστική παράδοση αναγνωρίζει ως έσχατον κριτή επί θεμάτων πίστεως την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η «Σύνοδος» της Κρήτης νόθος καρπός εξωσυζυγικών σχέσεων (18 Αυγούστου 2016)

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
συνοδικὸς θεσμὸς δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ λειτουργεῖ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μετὰ τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους ἑπτὰ οἰκουμενικὲς συνόδους, μὲ τελευταία τὴν Ζ´ τῆς Νικαίας (787), καὶ τὶς μετὰ ταῦτα θεωρούμενες ἀπὸ πολλούς ὡς Η´ καὶ Θ´, τὴν ἐπὶ Μ. Φωτίου δηλαδὴ τὸ 879 καὶ τὴν ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ τοῦ 1341/1351, συνῆλθαν πολλὲς σύνοδοι μὲ εὐρύτερη ἢ μικρότερη σύνθεση καὶ μὲ σπουδαῖο συνοδικὸ ἔργο.

 ᾽Ακόμη καὶ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνος πάμπολλες σύνοδοι, μὲ τὴν συμμετοχὴ τὶς περισσότερες φορὲς καὶ τῶν πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ὡς καὶ ἱεραρχῶν ἀπὸ τὰ πρεσβυγενῆ αὐτὰ πατριαρχεῖα, ἀντιμετώπισαν τὰ ἀνακύψαντα θέματα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τὸν προσηλυτισμὸ Ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπὸ παπικοὺς καὶ προτεστάντες ἱεραποστόλους. Δὲν ἔπαυσε πάντως ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ καθεστὼς δουλείας καὶ αἰχμαλωσίας, νὰ ὀργανώνει μὲ τὴν δέουσα ἱεροπρέπεια τὰ τῆς διοικήσεως καὶ τῆς λατρείας της. Πλὴν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ρωσίας, ὅλες σχεδὸν οἱ ὀρθόδοξες χῶρες ἦσαν ὑπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγό.

 
Ἡ παρακμὴ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ ἡ δημιουργία νέων κρατῶν, μὲ τὴν παραχώρηση αὐτοκεφαλίας στὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες, ἐμείωσαν τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ περιόρισαν τὴν δικαιοδοσία της, ἔδωσαν ὅμως νέα δυναμικὴ στὰ νέα ὀρθόδοξα κράτη νὰ ὀργανώσουν ἐλεύθερα τὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου καὶ νὰ λαμπρύνουν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή. Οἱ μεταξύ τους βέβαια ἀνταγωνισμοὶ καὶ ἐθνοφυλετισμοί, ποὺ ἔφθασαν κάποιες φορὲς καὶ μέχρι τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, παρεμπόδιζαν τὴν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν καὶ ἔδιναν τὴν εἰκόνα μιᾶς διεσπασμένης Ἐκκλησίας, μολονότι δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ τὶς χωρίζει στὸ δόγμα, στὴ λατρεία καὶ στὴν διοίκηση. Ἡ μετὰ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους καὶ τὸν α´ παγκόσμιο πόλεμο σταθεροποίηση τῆς πολιτικῆς καταστάσεως δὲν διήρκεσε πολύ, διότι ἀκολούθησαν ἡ Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1917 στὴ Ρωσία, ποὺ ἔθεσε τὴν μεγαλύτερη καὶ πιὸ δυνατὴ ὀρθόδοξη χώρα καὶ τὴν Ἐκκλησία της σὲ σκληρὸ ἀντιχριστιανικὸ διωγμό, δέσμια τῆς κομμουνιστικῆς δικτατορίας καὶ θηριωδίας, κατάσταση ποὺ ἐπεκτάθηκε σὲ λίγο καὶ στὶς ἄλλες βαλκανικὲς χῶρες, πλὴν τῆς Ἑλλάδος. Ἦλθε κατόπιν ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ τοῦ 1922, μὲ τὰ ἑκατομμύρια τῶν Ἑλλήνων προσφύγων ποὺ ἐγκατέλειψαν τὶς πατρογονικές τους ἑστίες καὶ ἀπογύμνωσαν ἀπὸ ποίμνιο τὴν ἤδη ἀποδυναμωμένη ἀπὸ τὶς αὐτοκεφαλίες «Ἐκκλησία τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων», ποὺ ἔγινε τώρα φτωχότερη.
Στὴν Δύση, ποὺ δὲν γνώρισε τὴν ἰσλαμικὴ τυραννία καὶ δικτατορία, ὁ Παπισμὸς γεμᾶτος ὑπερηφάνεια καὶ αὐτοπεποίθηση συγκάλεσε τὸ 1870 τὴν Α´ Βατικάνειο Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, καὶ ἐδογμάτισε τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα, ἐνῶ οἱ Προτεστάντες διηρημένοι καὶ διεσπασμένοι ὀργάνωσαν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ποὺ ὁδήγησε στὴν ἐξωτερική τους ἔστω ἑνότητα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Μέσα σ᾽ αὐτὲς τὶς παγκόσμιες καὶ διαχριστιανικὲς διεργασίες θελήσαμε καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ δώσουμε τὸ παρόν, γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε δῆθεν ἀπομονωμένοι καὶ ἀποδυναμωμένοι, ἀλλὰ ὅλος μαζὶ ὁ χριστιανικὸς κόσμος, ἑνωμένος καὶ δυνατός, νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν διπλὴ ἀπειλὴ τοῦ ἀθεϊστικοῦ Κομμουνισμοῦ καὶ τοῦ ἐπιθετικοῦ Ἰσλάμ. Ἐγκαταλείψαμε ἔτσι τὴν παραδοσιακὴ ἀντιμετώπιση τῶν Δυτικῶν ὡς αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ὡς πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ πιὸ ἐπικίνδυνων ἀπὸ τὸ Ἰσλάμ, καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἐρωτοτροποῦμε μὲ τὴν Δύση μὲ τὴν περίφημη οἰκουμενιστικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ποὺ ἀπέστειλε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὀνομάζοντας γιὰ πρώτη φορὰ σὲ συνοδικὸ ἔγγραφο τοὺς αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες ὡς «ἐκκλησίες»[1].
Κοντεύουν νὰ κλείσουν ἀπὸ τότε ἑκατὸ χρόνια, καὶ ἡ ἀντιπαραδοσιακὴ αὐτὴ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ἀπαράδεκτη ἐκτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως νὰ μεταμορφώσει τὶς αἱρέσεις σέ «ἐκκλησίες», νὰ χορηγήσει μὲ συνοδικὸ ἔγγραφο ἐκκλησιαστικότητα στοὺς αἱρετικούς, ἀποκτᾶ τώρα μὲ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης πανορθόδοξη συνοδικὴ κατοχύρωση μὲ τὸ προβληματικὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ποὺ διαιρεῖ καὶ διχάζει τὴν Ἐκκλησία. Ἡ αἰχμάλωτη τώρα στὸν Οἰκουμενισμὸ τῆς Δύσεως Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως προσπαθεῖ νὰ παρασύρει καὶ νὰ πείσει τὶς ἄλλες ὀρθόδοξες τοπικὲς ἐκκλησίες, ὡς προκαθημένη καὶ ὡς Μητέρα Ἐκκλησία τῶν νεωτέρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ὅτι οἱ καιροὶ ἄλλαξαν, ὅτι ἡ Πατερικὴ Παράδοση καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς συμπροσευχές, πρέπει νὰ ἀλλάξουν, νὰ προσαρμοσθοῦν στὶς δῆθεν νέες ἀνάγκες τῶν καιρῶν, οἱ κήρυκες τῶν ὁποίων μοναδικὸ στόχο ἔχουν νὰ προκαλέσουν διαιρέσεις καὶ σχίσματα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ νὰ ἀρνοῦνται τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς μόνης Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὄντως ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς δι᾽ Αὐτοῦ σωτηρίας.
Ἤδη Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση τὸ 1924 μὲ πρωτεργάτη τὸν μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, ἐπιβληθεῖσα πραξικοπηματικῶς, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἐτραυμάτισε καὶ τραυματίζει σκληρὰ μέχρι σήμερα τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων[2], ἐνῶ ἔκτοτε ἀρξαμένη συζήτηση γιὰ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ βασικὴ θεματολογία οἰκουμενιστική, ποὺ ὅρισε ἐν λόγῳ καινοτόμος πατριάρχης, ἔθεσε δυστυχῶς τὶς βάσεις καὶ τὰ θεμέλια ὄχι γιὰ μία ἀληθινὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ μία ψευδοσύνοδο οἰκουμενιστικῶν προδιαγραφῶν, βασικὸς στόχος τῆς ὁποίας δὲν ἦταν ἐπίλυση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων θεμάτων, ἀλλὰ νομιμοποίηση τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, ἐνῶ στὸν κατάλογο τῶν θεμάτων γράφτηκαν καὶ διαγράφτηκαν πολλὰ θέματα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὄντως φλέγοντα, ὅπως τὸ Ἡμερολογιακό, τῆς χορηγήσεως αὐτοκεφάλου καὶ ἄλλα, τὸ μόνο ποὺ παρέμεινε ἀπὸ τότε σταθερὰ καὶ δὲν ἐτόλμησε κανεὶς νὰ τὸ θίξει εἶναι τὸ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ἤτοι «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα», πού, ἐπειδὴ εἶναι δεδομένες καὶ ἀμετάβλητες μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, προσπαθοῦν νὰ τὶς ἀλλάξουν καὶ νὰ προκαλέσουν νέα σχίσματα καὶ διαιρέσεις.
Ἡ μεταξάκεια περίοδος δὲν εἶχε καλὴ συνέχεια καὶ λόγῳ ἀντιδράσεων στὸ σῶμα τῆς ἱεραρχίας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ λόγῳ ἀπροθυμίας τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν νὰ ἀκολουθήσουν τὶς καινοτομίες τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὰ ἀπαντητικὰ γράμματά τους στὶς ἀνιχνευτικὲς τῶν προθέσεών τους πατριαρχικὲς καὶ συνοδικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902 καὶ 1904 τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ´. Τὴν σκυτάλη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ παρέλαβε ἀπὸ τὸν Μεταξάκη ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ποὺ κατέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸ 1948 μὲ βίαιη ἔξωση τοῦ προκατόχου του Μαξίμου τοῦ Ε´, πρόσωπο τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Ἀμερικανῶν καὶ γνωστῶν μυστικῶν ἑταιρειῶν, τῶν ὁποίων ἦτο μέλος. Δὲν θὰ προχωρήσω σὲ ἄλλες ἀναλύσεις, γιατὶ τὰ πράγματα εἶναι γνωστὰ στοὺς περισσοτέρους. Αὐτὸ ποὺ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ εἶναι ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἐπιδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς σχεδιαστὰς εἰς βάρος τοῦ κύρους καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ πρωτεργάτη τὸν Ἀθηναγόρα, μὲ δύο ἀπαράδεκτες ἐκκλησιολογικὰ κινήσεις. Νὰ γίνουν μέλη τοῦ παναιρετικοῦ προτεσταντικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (ποιῶν «Ἐκκλησιῶν»;) σταδιακὰ ὅλες οἱ αὐτοκέφαλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, πρωτοστατούσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ νὰ ἀρχίσει ἡ προσέγγιση μὲ τοὺς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι τῇ ἐπιδράσει τῶν αὐτῶν κύκλων εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν αὐστηρὴ ἐκκλησιολογική τους ἀποκλειστικότητα, καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν κάποια στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας στοὺς ἐκτὸς τῆς παπικῆς μάνδρας Χριστιανούς. Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικό, καὶ ἔχει ἐπισημανθῆ ἀπὸ πολλούς, ὅτι τὴν ἴδια ἐποχὴ ποὺ προετοιμαζόταν καὶ λειτουργοῦσε ἡ Β´ Βατικάνειος Σύνοδος (1962-1965) τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ μὲ παρόμοια ἐκκλησιολογικὴ γραμμὴ καλοῦσε ὁ Ἀθηναγόρας στὴν Ρόδο τὶς τρεῖς «Πανορθόδοξες Διασκέψεις» (1961, 1963, 1964) καὶ τὴν τετάρτη στὸ Chambésy τῆς Γενεύης (1968), οἱ ὁποῖες καθόρισαν καὶ τὸν πρῶτο κατάλογο θεμάτων τῆς μελλούσης νὰ συνέλθει Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ ὁδήγησαν στὶς «Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπές» καὶ στὶς «Προσυνοδικὲς Διασκέψεις» ἀπὸ τὸ 1971 μέχρι τὴν σύγκληση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016. Ἐπὶ πενήντα πέντε ἔτη (55) μετὰ τὴν «Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» τῆς Ρόδου (1961) καὶ ἐπὶ σαράντα πέντε ἔτη (45) μετὰ τὴν «Α´ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή» στὴν Γενεύη (1971) καὶ σαράντα ἔτη (40) μετὰ τὴν «Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στὴν Γενεύη (1976), ἑτοιμάζεται καὶ μαγειρεύεται καὶ κοσκινίζεται ἡ πολυθρύλητη καὶ προσδοκώμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καὶ ποιό εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα; Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου τοῦ 2016.
Οὐδέποτε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας χρειάσθηκε τόσος χρόνος γιὰ νὰ ἑτοιμασθεῖ μία σύνοδος, διότι οἱ σύνοδοι ἀντιμετώπιζαν πάντοτε φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα, ποὺ δὲν ἐπέτρεπαν χρονικὲς καθυστερήσεις καὶ παρατάσεις, ἀλλὰ ἀπαιτοῦσαν ἄμεση ἀντιμετώπιση. Ποῦ ὀφείλεται ἆραγε αὐτὴ ἡ καθυστέρηση καὶ ἀδυναμία νὰ συγκαλέσουμε μία μεγάλη σύνοδο οἰκουμενικῶν προδιαγραφῶν, ποὺ νὰ ἀνταγωνίζεται, νὰ στέκεται ἐπάξια ἀπέναντι στὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο, ἡ ὁποία προετοιμάσθηκε τάχιστα, ἔλαβαν μέρος 2.500 ἐπίσκοποι, ἔναντι τῶν 150 στὴν δική μας «μεγάλη» τῆς Κρήτης, διήρκεσε ὄχι μία ἑβδομάδα, ἀλλὰ δύο ἔτη, καὶ παρήγαγε θεολογικὰ κείμενα μὲ τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερα ἀσχολεῖται ἡ θεολογικὴ ἔρευνα, ἀκόμη καὶ ἡ Ὀρθόδοξη, καὶ γενικῶς συγκέντρωσε τὸ παγκόσμιο ἐνδιαφέρον ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ἐνῶ ἡ δική μας χάθηκε καὶ ἐξαφανίσθηκε, ὅσο ἀκόμη διαρκοῦσε ἡ βραχύβια, μερικῶν ἡμερῶν, ζωή της; Γιατί τόση βία καὶ σπουδὴ νὰ κλείσουν γρήγορα τὰ θέματα, νὰ μὴ δίνεται ἐπαρκὴς χρόνος στὶς συζητήσεις, νὰ μὴ μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, νὰ μὴν ἔχουν ὅλοι δικαίωμα ψήφου, νὰ μὴν εἶναι ἀνοικτὲς οἱ συζητήσεις ὄχι μόνον στοὺς δημοσιογράφους, ἀλλὰ καὶ στὸν κλῆρο καὶ στὸν λαό, καὶ νὰ φυλάσεται ἀπὸ ἀστυνομικὲς δυνάμεις ὁ περιβάλλων χῶρος; Γιατί φοβόμαστε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἂν οἱ ἀποφάσεις μας εἶναι θεάρεστες, εὐαγγελικὲς καὶ πατερικές;
Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι δύσκολη. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ οἱ σκοποὶ τῆς «Συνόδου» δὲν ἐκινοῦντο στὴν ὀρθόδοξη συνοδικὴ παράδοση, ἡ ὁποία βασικῶς προϋποθέτει ὅτι κάθε σύνοδος ἀκολουθεῖ καὶ σέβεται τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων συνόδων «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι»· καταδικάζει τὶς συμπροσευχὲς ποὺ ἐκεῖνες ἀπαγόρευσαν καὶ τὶς αἱρέσεις ποὺ ἐκεῖνες κατεδίκασαν, σὰν νὰ εἶναι ὅλες οἱ σύνοδοι συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου. Καταπολεμεῖ καὶ ἀναθεματίζει νέες αἱρέσεις ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ ἀνησυχοῦν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιμετωπίζει ποιμαντικὰ καὶ διοικητικὰ προβλήματα καὶ γενικῶς φροντίζει νὰ τηρεῖται ἀπαρασάλευτα ἡ εὐαγγελικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔπραξε ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα. Ὄχι μόνο δὲν ἐπανέλαβε τὴν καταδίκη τῶν αἱρέσεων ποὺ οἱ παλαιὲς σύνοδοι κατεδίκασαν, ὅπως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλὰ ἀντίθετα τὶς ὀνόμασε ἐκκλησίες. Ἀντὶ νὰ καταδικάσει τὴν νέα παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν εἰσήγαγε συνοδικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐπαινώντας τὰ ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τὴν ἐξευτελιστικὴ συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ στὸ προτεσταντικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων». Ἀπέφυγε νὰ καταδικάσει τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖες ἔγιναν πλέον συρμὸς καὶ μόδα· ἀντίθετα τὶς ἐπεκύρωσε μὲ τὴν συμπροσευχὴ τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν στὶς διάφορες ἀκολουθίες. Δὲν ἀσχολήθηκε, ἀντίθετα διέγραψε ἀπὸ τὴν θεματολογία τὸ καυτὸ καὶ ἐπεῖγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, δὲν ἔλυσε τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς οὔτε τοῦ αὐτοκεφάλου, καὶ ἁπλῶς ἐνόμισε ὅτι καλύπτει ὅλα αὐτὰ τὰ κενὰ μὲ γενικόλογες θεολογικὲς διακηρύξεις στὸ μήνυμα καὶ στὴν ἐγκύκλιο ποὺ ἐξαπέστειλε.
Ἡ ὀρθόδοξη καὶ παραδοσιακὴ ἀντιμετώπιση ὅλων αὐτῶν τῶν θεμάτων δὲν ἦταν ἐπιθυμητὴ στοὺς σχεδιαστὰς τῆς «Συνόδου». Σὲ κάθε φάση τῆς μακρόχρονης προετοιμασίας ἡ ἀγρυπνοῦσα συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἤγειρε ἀντιρρήσεις. Σεβαστοὶ Γέροντες καὶ Ἅγιοι νεώτεροι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ μαχητικοὶ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμο, ἡ πάλαι ποτὲ παραδοσιακὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πολλοὶ καθηγηταὶ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, χριστιανικὲς ἀδελφότητες καὶ σωματεῖα, καὶ πλῆθος πιστῶν, ἀντιδροῦσαν στὴν σύγκληση τῆς Συνόδου[3], διότι ἐγνώριζαν τοὺς ἀντορθόδοξους στόχους της. Δὲν εἴχαμε ἐδῶ τὸν ἀλάθητο καὶ πρῶτο πάπα γιὰ νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, ὅπως ἔκανε μὲ τὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο, ἡ ὁποία ἂς σημειωθεῖ, παρὰ τὶς κάποιες ἐκσυγχρονιστικὲς καὶ προτεσταντίζουσες ἀποφάσεις της, δὲν ἔθιξε καθόλου τὰ οὐσιώδη ἐκκλησιολογικὰ δόγματα τοῦ Παπισμοῦ. Καθυστεροῦσαν, λοιπόν, κοσκίνιζαν καὶ μαγείρευαν οἱ μάγειροι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέχρις ὅτου ἀλλάξουν ἐπὶ τὸ εὐνοϊκώτερο οἱ συνθῆκες γιὰ τὴν σύγκληση τῆς οἰκουμενιστικῆς τους «Συνόδου». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς μακροχρόνιας προετοιμασίας καὶ ἀντιπαραδοσιακῆς καθυστέρησης. Δὲν τοὺς ἔβγαινε ἡ οἰκουμενιστική «Σύνοδος», ποὺ θὰ διέκοπτε τὴν συνέχεια τῆς Συνοδικῆς Πατερικῆς Παραδόσεως.
Ἡ αἰφνίδια ἐπίσπευση τῆς σύγκλησης τῆς «Συνόδου» ἀπὸ τὸν τρίτο μεγάλο σκυταλοδρόμο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, μετὰ τοὺς Μελέτιο Μεταξάκη καὶ Ἀθηναγόρα, ὀφείλεται στὴν ἐκτίμηση, ὅτι τὸ κλῖμα τώρα εἶναι εὐνοϊκό. Ἡ παραδοσιακὴ καὶ συντηρητικὴ μέχρι τοῦ ἀειμνήστου ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄλλαξε πορεία καὶ πλεύση πρὸς τὸν Οἰκουμενισμό· στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχουν ἐμφυτευθῆ οἰκουμενιστικοὶ πυρῆνες ποὺ τὸ διχάζουν καὶ τὸ ἐμποδίζουν νὰ ἐκφρασθεῖ παραδοσιακά· οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς ἔχουν υἱοθετήσει μὲ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν καθηγητῶν τὸ οἰκουμενιστικὸ ψευδοόραμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ὑποστήριξη τῆς ἵδρυσης Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν, ἀπὸ τὴν μετατροπὴ τοῦ ὀρθοδόξου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογικὸ καὶ ἀπὸ πλῆθος δημοσιευμάτων καὶ ἐκδηλώσεων· οἱ θεολόγοι τοῦ «Καιροῦ» καὶ τῆς «Μεταπατερικῆς Θεολογίας» τοῦ Βόλου καλύπτονται καὶ ἐνισχύονται ἀπὸ πατριαρχικές, ἀρχιεπισκοπικὲς καὶ ἐπισκοπικὲς εὐλογίες, ἐνῶ ξεθεμελιώνουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν σωτήριο «καιρό» τῆς Κ. Διαθήκης τὸν μετατρέπουν σὲ καιρὸ ἀπωλείας, προσαρμογῆς καὶ καινοτομίας. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία τῆς Μεγάλης Ρωσίας συμπλέει μετὰ χαρᾶς μέσα στὰ θολὰ νερὰ τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκτροπῆς, ἐνῶ θὰ μποροῦσε ἀνταποκρινόμενη στὰ ἀντιοικουμενιστικά, ἀντιπαπικά, ἀντιδυτικὰ αἰσθήματα τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ νὰ ἀνατρέψει τὴν καταστροφικὴ πορεία. Καὶ ὁ δικός μας εὐσεβὴς λαός, ὁ ἑλληνικός, ζαλισμένος ἀπὸ τὰ μνημόνια, τὴν φορολογία, τὴν ἀνεργία, τὴν αἰφνίδια ἀνατροπὴ τῶν βιωτικῶν του σχεδίων καὶ προγραμμάτων, στήνεται στὶς οὐρὲς τῶν τραπεζῶν, τῶν ἐφοριῶν, τῶν συσσιτίων, προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὸν ἐπιούσιο, νὰ ἐπιβιώσει καί, πλὴν ὀλίγων, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πνευματικά.
Νὰ λοιπόν, ποιά κατάλληλη στιγμή, ποιό εὐνοϊκὸ κλῖμα περίμεναν τὰ κλιμάκια τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας, γιὰ νὰ τερματίσουν τὸ κοσκίνισμα καὶ τὸ μαγείρεμα ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰώνα, καὶ νὰ συγκαλέσουν ἐσπευσμένα τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀπατῶνται ὅμως, ἂν νομίζουν, ὅτι, ὅπως ξεγέλασαν πολλὲς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες καὶ πολλοὺς ἐπισκόπους -εὐτυχῶς ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ξεγελάστηκαν- θὰ ἐξαπατήσουν καὶ τὴν γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἐξαπατήσουν τελικῶς τὸν Θεό, τὸν ἱδρυτὴ καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀποδιώκει τὰ πνεύματα τῆς πλάνης καὶ τῶν αἱρέσεων. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ὡς καρπὸς καὶ γέννημα ἀλλοτρίων πνευμάτων θὰ ἀπορριφθεῖ καὶ θὰ σβήσει ἀπὸ τὶς δέλτους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὡς νόθο γέννημα κακῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ὠδίνων, τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἀγάπης κάποιων προκαθημένων πρὸς τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐκεῖ κυοφορήθηκε καὶ ἐκεῖ γεννήθηκε· δὲν εἶναι τέκνο καὶ γέννημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· στὴν Κρήτη μᾶς τὴν ἔφεραν ἁπλῶς γιὰ ἀναγνώριση, ἀλλὰ τὸ DNA της δὲν εἶναι συμβατὸ μὲ τὰ βιολογικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν μᾶς εἶχε προειδοποιήσει ὁ Ἅγιος Παΐσιος γιὰ τὶς ἐρωτικὲς προτιμήσεις τοῦ Ἀθηναγόρα; Ταιριάζει ἀπόλυτα στὴν συνάφεια: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας, δὲν τοῦ κάνει καμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή»[4].




[1]. Γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ στὴν Κωνσταντινούπολη βλ. περισσότερα εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία στὸν Οἰκουμενισμό. Ἡ μεγάλη ἀνατροπὴ τοῦ 20οῦ αἰώνα», εἰς τὸ πρόσφατο βιβλίο μας: Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; Θεσσαλονίκη 2016, ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», σελ. 15-48.
[2]. Γιὰ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ γενικῶς τὸν οἰκουμενιστικὸ ρόλο τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη βλ. περισσότερα στὴν μελέτη μας «Παλαιὸ καὶ Νέο Ἡμερολόγιο. Γιατί ἀπέσυρε τὸ φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος;» Θεοδρομία 18 (2016) 264-291 καὶ στὸ προαναφερθὲν στὴν ὑποσημ. 1, βιβλίο μας, στὶς σελ. 179-216, ὅπου παρατίθενται πολλὲς ἀρνητικὲς ἐκτιμήσεις γιὰ τὸν ἐσχάτως πολυεπαινούμενο πολυπράγμονα καὶ καινοτόμο πατριάρχη.
[3]. Ὅλες αὐτὲς τὶς ὑγιεῖς ἀντιδράσεις βλ. στὸ εἰδικὸ ἀφιερωματικὸ διπλὸ τεῦχος τῆς Θεοδρομίας Ἰανουάριος-Ἰούνιος 2016.
[4]. Ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸν ἀείμνηστο Γέροντα π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γιὰ δημοσίευση στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» μὲ ἡμερομηνία 23 Ἰανουαρίου 1968. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς βλ. εἰς Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. Γιὰ τὴν ἀρνητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία συνήθως ἀποσιωπᾶται βλ. τὸ ἀφιερωματικὸ εἰς αὐτὸν τεῦχος τῆς Θεοδρομίας Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2015.