Ἡ Ἁγία Γραφὴ σεβόμενη τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μᾶς θέτει ἕνα μεγάλο δίλημμα: Ἢ ἀκολουθοῦμε τὴν Μία Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. τὸν Χριστὸ καὶ τὶς ἐντολές Του, ἢ τὶς ἐντολὲς/ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου (τὴν ἐξουσία, τὸν πλοῦτο, τὴν δόξα, τὴν ἀπόλαυση, τὸν συμβιβασμό) καὶ τοῦ ἄρχοντά του Σατανᾶ. Καὶ τὰ δύο δὲν γίνεται: «εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον τίς ὑμῖν δώσει; Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Λουκ. 16, 11-13).
Ἡ ἀπόφαση σὲ αὐτὸ τὸ δίλημμα ἐκφράζεται στὴν πράξη μὲ τὸ ἂν θὰ φυλάξουμε τὶς παρακαταθῆκες τοῦ Κυρίου, τοὐτέστιν ἂν θὰ μείνουμε πιστοὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἢ ἂν θὰ ὑπακούσουμε στὶς ἐντολὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὐτέστιν ἂν θὰ γίνουμε πλανεμένοι, ἀνήθικοι, ἀσεβεῖς, αἱρετικοὶ ἢ καὶ ἄθεοι. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ ὑπενθυμίζει ξεκάθαρα, συμβουλεύοντας τὸν Τιμόθεο: «Ὦ Τιμόθεε, τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου φύλαξε τὴν ἀκεραίαν καὶ ἀνόθευτον καὶ ἀπόφευγε τὰς ἀνιέρους ματαιολογίας καὶ ἀντιλογίας τῆς πλάνης, ἡ ὁποία φέρει τὸ πλαστὸν καὶ ψεύτικον ὄνομα τῆς γνώσεως. Αὐτὴν δὲ τὴν ψεύτικην γνῶσιν ἔχοντες μερικοὶ ὡς ἐπάγγελμά τους καὶ ἔργον τους ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν πίστιν καὶ ἐπλανήθησαν» (Α΄ Τιμ. 6, 20-21). Οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἡ ἱερὰ Παρακαταθήκη, δὲν εἶναι κάποιο ξηρὸ καὶ ἐπιφανειακὸ γράμμα, τὸ ὁποῖο διαφυλάσσεται καταγράφοντάς το σὲ ἕνα βιβλίο, τὴν Ἁγία Γραφή γιὰ τὸ θεαθῆναι καὶ ἑρμηνεύοντάς το κατὰ τὸ δοκοῦν. Ἀντιθέτως εἶναι ἡ μοναδικὴ σωτήριος Ἀλήθεια, ἡ ὁποία παρουσίάζεται διαρκῶς ζωντανὴ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μέσα στὴν Μία Ἐκκλησία, «τὸν στῦλον καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3, 15) μέσῳ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Παρακαταθήκη αὐτὴ παραδόθηκε στοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ μπορεῖ νὰ τὴν παραλάβει μόνο αυτὸς ποὺ βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ αὐτοὺς καὶ τὴν διδασκαλία τους. Ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος γράφει: «Ἀντιθέτως, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοινωνία (σσ. μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες), εἶναι ἄνθρωποι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὶ καὶ δὲν κατέχουν τὴν Ἀλήθεια» (Βασικὴ Δογματικὴ Θεολογία, σελ. 189).