Τὰ ἀλλοιωμένα χαρακτηριστικὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν ψευδεπισκόπων
Τοῦ π. Νικολάου Μανώλη
Γιὰ τὸν “Στῦλο Ὀρθοδοξίας”
Σεπτέμβριος 2017, ἀρ. φ. 192
Ἡ λεγομένη “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος” τοῦ Κολυμπαρίου, ἡ γνωστὴ ὡς “Ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης”,
ἦταν ἡ σταγόνα ποὺ ξεχείλισε τὸ ποτήρι τῆς ὑπομονῆς. Ἕνας σεβαστὸς
ἀριθμὸς χριστιανῶν, εὐλαβῶν ἱερομονάχων, πρεσβυτέρων, μοναχῶν καὶ
λαϊκῶν, ποὺ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀγωνιζόμεθα ἐνάντια στὸ ἀδηφάγο τέρας τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ἐπιλέξαμε τὸν οὐσιαστικό, μοναδικό, ἀγωνιστικὸ καὶ
μαρτυρικὸ δρόμο ἀντίστασης στὴν αἵρεση. Ἔχοντας νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς
ἐνέργειες τῶν ἐπισκόπων μας, ποὺ ἀντίθετα μὲ τὴν ἀποστολή τους,
ἀποδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις τῆς Ψευδοσυνόδου, κηρύττουν “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” τὴν αἵρεση, ἀκολουθήσαμε τὸν ἁγιοπατερικὸ δρόμο τῆς ἀποτείχισης ἢ διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν ψευδεπισκόπων.
“Μωραίνει Κύριος ὂν βούλεται ἀπολέσαι”.
Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ αἱρετίζουν, οἱ ἐν δυνάμει αἱρετικοί, ποὺ ὑφίστανται
τὴν διακοπὴ τῆς πνευματικῆς κοινωνίας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τους καὶ τὸ
ποίμνιό τους γιὰ λόγους Πίστεως ἀλλὰ δὲν συνετίζονται ὥστε ἐν μετανοία
νὰ ἐπιστρέψουν στὸν δρόμο τῶν Ἁγίων, ἀλλοιώνονται ψυχικὰ καὶ πνευματικά.
Ἀγριεύουν! Τὰ πρόσωπά τους ἐκπέμποντας τὴν ψυχική τους κατάσταση
γίνονται βλοσυρά. Τὰ μάτια τους φανερώνουν ἀγωνία, μίσος καὶ ἐμπάθεια. Ἡ
ταραχὴ γίνεται ἔκδηλη στὴν καθημερινότητά τους. Ὅλα αὐτὰ εἶναι δείγματα τοῦ ἀλλότριου πνεύματος ποὺ ἔχει δικαιώματα πάνω τους. Εἶναι τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα τῆς αἱρέσεως, τὸ ἐγωιστικὸ καὶ ἀκατάστατον, τὸ δρακοντοειδὲς καὶ θηριοπρόσωπον. Ὑποκινούμενοι ἀπὸ μία τέτοια ἐσωτερικὴ κατάσταση, διαδίδουν καινοφανεῖς θεωρίες στὸ χριστεπώνυμο ποίμνιο καὶ καταδιώκουν ὅσους ἀντιστέκονται.
Ὅσο καὶ ἂν ὑποκριθοῦν ὅτι εἶναι μειλίχιοι καὶ ταπεινοί, σὲ στιγμὲς ποὺ
πιέζονται νὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὶς αἱρετικές τους ἐπιλογές, ἐκρήγνυνται.
Ὅσοι ἀπὸ τὸν λαὸ εἶναι γνῶστες τῶν θεολογικῶν γραμμάτων, τοὺς
ἀναγνωρίζουν ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς στιγμὲς ἀλλοφροσύνης ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀποδόμηση ποὺ κρύβει ὁ λόγος τους γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως. Διαστρέφουν τὴν ἁγία Γραφὴ ἑρμηνεύοντας την κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ ἀκυρώνουν τὴν
πατερικὴ ἑρμηνεία ὅσων κανόνων δὲν “ἐξυπηρετοῦν”. Κανόνες σχετικοὶ μὲ
τὴν ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν καὶ ὅλων τῶν παρεμφερῆ θεμάτων περὶ τῶν
σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀπορρίπτονται ἀπὸ αὐτοὺς ἢ παρερμηνεύονται.
Στὴν οὐσία καταλύουν τὶς
ἀλάθητες ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διατεινόμενοι πώς,
ὡς Πατέρες καὶ αὐτοὶ μποροῦν νὰ διαφοροποιοῦν τοὺς κανόνες τῶν παλαιῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας! Λησμονοῦν ἐντέχνως ὅτι οἱ
ἀποφάσεις τῶν παλαιῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ δογματικὰ θέματα Πίστεως, εἶναι
ἐγγεκριμένες ἀπὸ τὶς μεγάλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ πὼς κανένας δὲν
ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀλλάξει τὸ παραμικρὸ[1]. Ἔτσι ὅμως προσβάλουν αὐτὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα καθιστώντας το ἀνακόλουθο.