
Ξένη
πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση
ἡ «Ἁγία
καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Κρήτης
Ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ προετοιμάζεται ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1920, φαίνεται ὅτι, ἐκτὸς ἀπροόπτου, θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κρήτη, ἐνῶ ἀρχικὸς τόπος συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της εἶχε ὁρισθῆ ἡ Κωνσταντινούπολη.
Ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες
τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ χαρὰ εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἐπὶ
πολλοὺς αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία εἶχε περιπέσει σὲ συνοδικὴ ἀπραξία καὶ ἀργία, ἐννοεῖται
ἐπὶ οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου, διότι τοπικὲς ἢ εὐρύτερες σύνοδοι δὲν ἔπαυσαν νὰ
συγκαλοῦνται ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ἡ σύγκληση, λοιπόν,
μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἴτε μετὰ τὴν ἀναγνωρισμένη ἐπισήμως Ζ´ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο τοῦ 787, εἴτε μετὰ τὶς θεωρούμενες δύο ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν
Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τοῦ 879 καὶ τὴν Θ´ ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ
1351, θὰ ἀποτελοῦσε πράγματι ἕνα σημαντικὸ ἱστορικὸ γεγονός, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι
θὰ ἀπεδείκνυε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν διοικητική της διάρθρωση σὲ
πολλὲς αὐτοκέφαλες τοπικὲς ἐκκλησίες, ἐπὶ πλέον θὰ τὴν παρουσίαζε ὡς ἕνα ζωντανὸ
ὀργανισμό, ποὺ θέλει καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιλύσει ποιμαντικά, δογματικὰ καὶ ἄλλα
προβλήματα τῆς ἐποχῆς, καὶ ὄχι ὡς ἕνα μουσειακὸ ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος.