Η εκκλησιαστική παράδοση αναγνωρίζει ως έσχατον κριτή επί θεμάτων πίστεως την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: Ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Κρήτης (31 Μαρτίου 2016)


Ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση
ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Κρήτης
σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ προετοιμάζεται ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1920, φαίνεται ὅτι, ἐκτὸς ἀπροόπτου, θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κρήτη, ἐνῶ ἀρχικὸς τόπος συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της εἶχε ὁρισθῆ Κωνσταντινούπολη.

Ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ χαρὰ εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία εἶχε περιπέσει σὲ συνοδικὴ ἀπραξία καὶ ἀργία, ἐννοεῖται ἐπὶ οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου, διότι τοπικὲς ἢ εὐρύτερες σύνοδοι δὲν ἔπαυσαν νὰ συγκαλοῦνται ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ἡ σύγκληση, λοιπόν, μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἴτε μετὰ τὴν ἀναγνωρισμένη ἐπισήμως Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787, εἴτε μετὰ τὶς θεωρούμενες δύο ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τοῦ 879 καὶ τὴν Θ´ ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ 1351, θὰ ἀποτελοῦσε πράγματι ἕνα σημαντικὸ ἱστορικὸ γεγονός, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι θὰ ἀπεδείκνυε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν διοικητική της διάρθρωση σὲ πολλὲς αὐτοκέφαλες τοπικὲς ἐκκλησίες, ἐπὶ πλέον θὰ τὴν παρουσίαζε ὡς ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμό, ποὺ θέλει καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιλύσει ποιμαντικά, δογματικὰ καὶ ἄλλα προβλήματα τῆς ἐποχῆς, καὶ ὄχι ὡς ἕνα μουσειακὸ ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος.
Δὲν ἔλειψαν βέβαια κατὰ τὸν παρελθόντα αἰώνα καὶ κατὰ τὸν παρόντα φλέγοντα θέματα ποὺ ἀπαιτοῦν πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅπως π.χ. τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ διέσπασε τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα καὶ σὲ πανορθόδοξο καὶ σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, ὅπως καὶ τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, τὸ ὁποῖο προσβάλλει τὴν βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχή, κατὰ τὴν ὁποία σὲ κάθε τόπο πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνας μόνον ἐπίσκοπος καὶ ὄχι πολλοί, ὅσες ἐθνότητες δηλαδὴ ὑφίστανται στὸν συγκεκεριμένο τόπο. Ὁ κατάλογος αὐτὸς τῶν φλεγόντων θεμάτων μπορεῖ νὰ αὐξηθεῖ, σημαντικώτερο δὲ μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ἡ συνοδικὴ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, κατὰ συνέπειαν, ἡ διακοπὴ τῶν ἐν τῇ πράξει ἀποδειχθέντων ὄχι ἁπλῶς ἀνωφελῶν ἀλλὰ ἐπικινδύνων Θεολογικῶν Διαλόγων, ὡς καὶ ἡ ἀποχώρησή μας ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἀκόμη καὶ ἂν δεχθεῖ κανεὶς τὸν ἐσφαλμένο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτουμε τὸν διάλογο, οὔτε τὴν συμμετοχή μας σὲ διαχριστιανικὰ σώματα, πράγματα ἀμάρτυρα καὶ ἄγνωστα στὴν δισχιλιετὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἀπὸ τὰ οἰκτρὰ καὶ καταστροφικὰ πάντως ἀποτελέσματα καὶ τῶν Διαλόγων καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἔπρεπε νὰ προβληματισθοῦμε ἐν συνόδῳ καὶ νὰ ἐπανααξιολογήσουμε τὴν στάση μας, πολὺ περισσότερο διότι ἤδη δύο αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, ἡ τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Βουλγαρίας, ἔχουν διαχωρίσει τὴν θέση τους, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα σύνολης τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ἀποτειχίσεις, διακοπὲς μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων.
Δυστυχῶς, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἐμπνέει καμμία ἐμπιστοσύνη καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀνθίσει καμμία ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ συνέχεια τῶν Ἁγίων καὶ Μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὅτι θὰ προσπαθήσει, ὅπως ἔπρατταν ἐκεῖνες, νὰ ἐπιλύσει φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ θὰ ἀναπαύσουν τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ θὰ συντελέσουν στὴν ἀποδοχή της. Ἡ ἴδια ἀρνεῖται νὰ σηκώσει, νὰ βαστάσει τὸ βάρος τῶν εὐθυνῶν της, «τὸ βάρος τῆς ἡμέρας». Δὲν θέλει ἐν πρώτοις τὸν τελευταῖο καιρὸ νὰ θεωρεῖται ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐνῶ ἔτσι τὴν ὁραματίσθηκαν αὐτοὶ ποὺ τὴν ξεκίνησαν, αὐτοὶ ποὺ τὴν προχώρησαν, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ τὴν πολέμησαν. Ἀντιλαμβάνονται φαίνεται οἱ ὑπεύθυνοι ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶ μεγάλες ἀπαιτήσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι ἂν ἀνταποκριθοῦν σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀπαιτήσεις, θὰ πικράνουν καὶ θὰ δυσαρεστήσουν τοὺς ἰσχυροὺς φίλους των, τοὺς σχεδιαστὰς τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ πλήξουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀναμειγνύοντάς την μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς θρησκεῖες τοῦ Ἀντιχρίστου. Γι᾽ αὐτὸ κάνουν τὸ πᾶν ἡ Σύνοδος νὰ μὴν ἔχει κανένα γνώρισμα τῶν προηγουμένων συνόδων, οὔτε ὡς πρὸς τὴν διάρκεια τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς λειτουργίας, οὔτε ὡς πρὸς τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὸ ἐπεῖγον τῶν θεμάτων, οὔτε ὡς πρὸς τὴν συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, οὔτε ὡς πρὸς τὴν συμμετοχὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, οὔτε κυρίως ὡς πρὸς τὴν δογματικὴ ὀρθότητα καὶ κανονικὴ ἀκρίβεια τῶν ληφθησομένων ἀποφάσεων. Οἰκοδομοῦν ἕνα μοντέλο, ἕνα πρότυπο συνόδου, ἄγνωστο καὶ ἀμάρτυρο στὴν συνοδικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ λύση τῶν φλεγόντων θεμάτων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐσωτερική της ἑνότητα καὶ ἁρμονία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ἀπέσυραν τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὴν λίστα τῶν θεμάτων, τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὰ Δίπτυχα, καὶ δὲν δίνουν λύση στὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς. Τὸ μόνο θέμα τὸ ὁποῖο ὑποχρεώνονται ἔξωθεν καὶ ἄνωθεν νὰ προχωρήσουν εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ὁ Συγκρητισμός, ὄχι μὲ σκοπὸ τὴν καταδίκη τους, ὅπως ἀπαιτοῦν ἡ αὐθεντικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑγιὴς συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πανορθόδοξη ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχή τους, ὥστε οἱ αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες νὰ θεωροῦνται «ἐκκλησίες» καὶ τὰ μυστήριά τους σωτηριώδη καὶ ὑποστατά. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνατροπὴ καὶ ἐπιτυχία τοῦ Διαβόλου στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ διαφωνοῦν καὶ νὰ ἐρίζουν στὰ ἄλλα θέματα, νὰ διορθώνουν, νὰ ἀποσύρουν, ὄχι ὅμως εἰς αὐτό. Αὐταπατῶνται καὶ ματαιοπονοῦν ὅσοι ἐπίσκοποι νομίζουν ὅτι μποροῦν μὲ βελτιώσεις καὶ διορθώσεις νὰ ὀρθοδοξοποιήσουν τὸ βασικὸ κείμενο τῆς Συνόδου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἡ μόνη ὀρθόδοξη θέση πάνω στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ ἀπόφαση γιὰ διακοπὴ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ποὺ παρήγαγαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα τοῦ Βαλαμάντ (1993), τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ τοῦ Πουσάν (2013) καὶ ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ἐκκλησιῶν Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας.

Δυστυχῶς ἡ αἱρετικὴ σπορὰ τοῦ ἐκ Κρήτης καταγομένου μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη ἐπιχειρεῖ νὰ βλαστήσει καὶ νὰ καρποφορήσει αἱρέσεις καὶ πλάνες στὴν λεβεντογέννα καὶ ἁγιοτόκο Κρήτη. Εὐχόμαστε νὰ μὴ συνδεθεῖ τὸ ὄνομα τῆς μεγαλονήσου μὲ μία φιλοπαπικὴ ψευδοσύνοδο, καὶ ἐπανέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας. Ἐπικαλούμαστε γι᾽ αὐτὸ τὶς πρεσβεῖες τῶν ὁμολογητῶν Λατινομάχων Ἁγίων Μ. Φωτίου, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἀθανασίου Παρίου, Νεκταρίου Πνεταπόλεως, Ἰουστίνου Πόποβιτς, Νικολάου Ἀχρίδος, Παϊσίου Ἁγιορείτου καὶ Φιλοθέου Ζερβάκου.