Η εκκλησιαστική παράδοση αναγνωρίζει ως έσχατον κριτή επί θεμάτων πίστεως την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Αρχιμ. Παΐσιος Παπαδόπουλος, Η αλφαβηταλφάβητος ομολογίας ορθοδόξου πίστεως κατά του οικουμενισμού προς τους οικουμενιστές και τους ομόφρονες ή σιωπώντες επισκόπους- ιερείς- μοναχούς και λαϊκούς[Β΄]& [ Γ΄] (25 Αυγούστου 2016)


Βαβαί!!! Θράσος Οικουμενιστών [Β] «Τι έγινε στην σύνοδο της κρήτης;» Λένε « Ένωση έγινε;» Αυτό έλλειπε!

Αρχιμ. Παΐσιος Παπαδόπουλος, Ηγούμενος της Ι. Μ. Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά Φιλώτα
Οσοι πιστοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού κατά ένα ποσοστό έχουν κάποια ενημέρωση ότι θεσμικά τουλάχιστον το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ξεφύγει με τον Οικουμενισμό συμπαρασύροντας όχι άθελά αλλά με την βούλησή τους και άλλες τοπικές Εκκλησίες και πατριαρχεία σ’αυτήν την παναίρεση. Ο δογματολόγος καθηγητής Δημήτριος τσελεγγίδης στη σύντομη αποτίμηση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» ( όπως θέλουν να την ονομάζουν) την οποία αποστέλλει στην Ιερά Σύνοδο,επισημαίνει:


“…Στή λεγόμενη «Σύνοδο» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε μιά θεσμικοῦ χαρακτῆρα πνευματι­κή ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τή δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. [Λέ­με, ὅ­τι ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε, ἐ­πει­δή –μέ βά­ση ὅ­σα εἴ­πα­με νω­ρί­τε­ρα– δέν προσ­δί­δου­με θε­σμι­κό ρό­λο στίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς πα­ρα­πά­νω «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς Δι­α­σκέ­ψε­ως»­]. Στήν Κρή­τη ὄ­χι μό­νο δέν κα­τα­δι­κά­σθη­κε καμ­μί­α ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α (αἵ­ρε­ση), ἀλ­λά καί ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε μιά φο­βε­ρή, θε­σμι­κῶς, ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν συ­νο­δι­κῶς ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μιά ἔκ­πτω­ση οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­πό τόν «Ὅ­ρο Πί­στε­ως» τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Συγ­κε­κρι­μέ­να, πρό­κει­ται γιά τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θ’ ἑ­αυ­τήν. Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Ὅ­μως, στή «Δι­ά­σκε­ψη» τῆς Κρή­της, δέ­κα Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πο­δέ­χθη­καν ἀ­θε­ο­λό­γη­τα τήν «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α» καί ἔμ­με­σα τήν «Θε­ω­ρί­α τῶν Κλά­δων», ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, τούς Μα­ρω­νῖ­τες, τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους, τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τα­δι­κά­στη­καν γιά τήν χρι­στο­λο­γι­κή τους αἵ­ρε­ση ἀ­πό σει­ρά Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων (ἀ­πό τήν Τρί­τη ἕ­ως καί τήν Ἕ­κτη), ἀλ­λά καί τήν παν­σπερ­μί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται στό Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο τῶν λε­γο­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­φρο­σύ­νη καί πνευ­μα­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα ἡ πρά­ξη τῆς ἀ­πό­πει­ρας γιά Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση στό Κο­λυμ­πά­ρι πρός ἀ­να­γνώ­ρι­ση ὡς Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῶν κα­τα­δι­κα­σθέν­των αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Αὐ­τό, στήν πρά­ξη, εἶ­ναι συγ­κρη­τι­σμός καί Οἰ­κου­με­νι­σμός. Δέν κι­νή­θη­κε ὁ θυ­μός –τό ἔλ­λο­γο νεῦ­ρο τῆς ψυ­χῆς- τῶν «Συ­νο­δι­κῶν» Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων πρός τούς νο­η­τούς λύ­κους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, οἱ «λύ­κοι» ὀ­νο­μά­στη­καν «πρό­βα­τα» τῆς μί­ας καί μό­νης λο­γι­κῆς ποί­μνης, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐκ τοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος συμ­πε­ραί­νου­με, ὅ­τι στήν Κρή­τη δέν ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό τό εὐ­λα­βές πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «σύ­σκε­ψη» τῶν «Συ­νο­δι­κῶν» Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων μέ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, οὔ­τε καί λει­τούρ­γη­σε ἡ «σφεν­δό­νη» τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος γιά τήν ἐκ νέ­ου κα­τα­δί­κη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, γιά τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, λε­κτι­κῶς, ὁ­μο­λο­γή­σα­με τήν πί­στη μας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, πρα­κτι­κῶς ὅ­μως ἀ­κυ­ρώ­σα­με αὐ­τήν τήν πί­στη, ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες, ὄ­χι μό­νον αὐ­τούς, ἀλ­λά καί ἄλ­λες Χρι­στι­α­νι­κές Κοι­νό­τη­τες, πού ἀν­τί­κειν­ται στόν Ὅ­ρο αὐ­τό, διά τοῦ f­i­l­i­o­q­ue. Ὡς γνω­στόν, ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε προ­σθή­κη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως -ἀ­κό­μη καί ἡ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶς σω­στή- κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἀ­πό ὅ­λες τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους με­τά τήν Γ΄ (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης) καί ὅ­σοι τό κά­νουν, ὁ­ρί­ζε­ται νά κα­θαι­ροῦν­ται καί νά ἀ­φο­ρί­ζον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σα­φῶς, λοι­πόν, τό f­i­l­i­o­q­ue, ὡς προ­σθή­κη, κα­τα­δι­κά­ζε­ται -ἔμ­με­σα, αὐ­το­μά­τως καί ἑ­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να- ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, ὡς αἵ­ρε­ση, ἀ­φοῦ ἐκ­πί­πτουν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­σοι τό υἱ­ο­θε­τοῦν, ὡς προ­σθή­κη, κα­τά τήν ἀ­πό­φα­ση τῶν ἀ­νω­τέ­ρω Συ­νό­δων. Γι’ αὐ­τό καί ἡ ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α τοῦ f­i­l­i­o­q­ue τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καί ὅ­λων τῶν Προ­τε­σταν­τῶν εἶ­ναι κα­τε­γνω­σμέ­νη αἵ­ρε­ση. Ἄλ­λω­στε, ἡ προ­σθή­κη τοῦ f­i­l­i­o­q­ue κα­τα­δι­κά­στη­κε ἐ­πί Με­γά­λου Φω­τί­ου στήν Σύ­νο­δο τοῦ 879/80 (Η΄ Οἰ­κου­με­νι­κή), ὅ­που με­τεῖ­χε καί ἀν­τι­προ­σω­πεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρώ­μης, ἐ­νῶ κα­τα­δι­κά­στη­καν καί ἄλ­λες κα­κο­δο­ξί­ες τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ γιά τήν ταύ­τι­ση οὐ­σί­ας καί ἐ­νερ­γεί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί γιά τόν κτι­στό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος, στίς Συ­νό­δους τοῦ 1331 καί 1351. Ἀλ­λά καί ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός κα­τα­δι­κά­στη­κε ἀ­πό σει­ρά Συ­νό­δων στήν Ὀρ­θόδοξη Ἀνατολή (1638, 1642, 1691)”.
………………………………………………………
H AΛΦΑΒΗΤΑΛΦΑΒΗΤΟΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΜΟΦΡΟΝΕΣ Η’ ΣΙΩΠΩΝΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ -ΙΕΡΕΙΣ- ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ
Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες και τον [ Γ΄] Κανόνα της εν Εφέσῳ Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνεκλήθη το 431 μ.Χ. ,ο οποίος επιτάσσει: «κατ’ οὐδένα τρόπο νὰ εἶναι ὑποκείμενοι οἱ κληρικοὶ στοὺς Ἐπισκόπους ποὺ ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία» έχουμε οι κληρικοί το δικαίωμα να διακόψουμε το μνημόσυνο του Πατριάρχη. [Κοινῶς δὲ τοὺς τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ συμφρονοῦντας κληρικούς, κελεύομεν τοῖς ἀποστατήσασιν, ἢ ἀφισταμένοις ἐπισκόποις, μηδόλως ὑποκεῖσθαι κατὰ μηδένα τρόπον] Εδώ ενώ ο κανόνας αναφέρεται στην Γ΄Οικουμενική σύνοδο, το πνεύμα του κανόνος (διασταλτική ερμηνεία) σαφώς δηλώνει το αυτονόητο, ότι και σε κάθε περίπτωση που Επίσκοπος ή Αρχιεπίσκοπος ή Πατριάρχης (ή ακόμη Πρεσβύτερος, Ηγούμενος, Γέροντας αντίστοιχα σε ενορία, μονή ή συνοδία), αποστατεί από την ορθόδοξο πίστη, όχι μόνο δεν είναι οι υπ’ αυτ(όν)- ούς υποχρεωμένοι να τ(ον)-ους ακολουθούν κάνοντας υπακοή -αυτό θα πει το «ὑποκεῖσθαι»- αλλά μηδόλως, δαλαδή, κατ’ ουδένα τρόπο να έχουν την αναφορά τους σ’ αυτόν ή αυτούς. Το ίδιο Πνεύμα εκφράζουν και οι άγιοι Πατέρες. Άλλωστε, αυτοί είναι που συνέταξαν τους κανόνες στις άγιες Συνόδους.Ο Άγιος Κυπριανός συνιστούσε:«Δέον ὅπως(είναι αναγκαίο να) ἀποσυρώμεθα μακρὰν καὶ ἀποφεύγωμεν αὐτοὺς διότι, πᾶς συνδεόμενος μετ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν ὁδὸν τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως, περιπλανᾶται μακρὰν τῆς ἀληθινῆς ὁδοῦ καὶ θὰ εὑρεθῇ καὶ αὐτὸς εἰς παρομοίαν ἐνοχήν»; Ο Μέγας Αθανάσιος λέγοντας, «ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ µετ΄ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός», καταδεικνύει τὴν δυνατότητα τού πιστού να απομακρύνεται απὸ τον κακὸ Επίσκοπο για την πνευματικὴ του προστασία.
Εκείνο όμως που είναι το σημαντικότερο εν προκειμένω επισημαίνεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Στὴν αναίρεση του γράμματος του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιγνατίου ο Παλαμάς, αμφισβητεί ευθέως το αξίωμα του Επισκόπου, όταν αυτὸς δεν βρίσκεται υποταγμένος στην Αλήθεια: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· (διότι όντως όσοι είναι της Εκκλησίας του Χριστού είναι και της Αληθείας) καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, (και όσοι δεν είναι της Αληθείας ούτε της Εκκλησίας του Χριστού είναι) καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, (και τόσο περισσότερο) ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν κατάψεύδοιντο, (όσο πιο πολύ ψεύδονται εναντίον του εαυτού τους) ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· (ονομάζοντας τους εαυτούς τους ιερούς Επισκόπους και Αρχιεπισκόπους και προσφωνούνται και μεταξύ τους ετσι ψευδώς) μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα (γιατὶ εμείς δὲν μυηθήκαμε στον Χριστιανισμὸ με βάση τα πρόσωπα, αλλὰ με βάση την αλήθεια και την ακρίβεια της πίστεως)».
Συνεπώς όταν κανείς δεν υποτάσσεται στην αλήθεια της Εκκλησίας που διαφυλάσσει αυτή ακέραιη, εν Πνεύματι Αγίῳ, διαχρονικά στην Παράδοσή της ως ταμιούχος της Θείας Χάριτος και Σώμα Χριστού αυτονόητο είναι ότι αποκοπτόμενος αυτής αποκόπτεται και από την κεφαλή της, τον Δεσπότη Χριστό! Επομένως πώς να μνημονεύουμε αυτόν που έθεσε Εαυτόν εκτός Εκκλησίας; Γι’ αυτό τελικά και η διακοπή του μνημοσύνου δεν συνιστά σχίσμα. Αφού το δέντρο η Εκκλησία έμεινε και σ’ αυτήν εκείνοι που κρατουν την αλήθεια, το κλαδί όμως κόπηκε μαζί τα μικότερα που ήταν ανθρωποκεντρικά και όχι Χριστοκεντρικά γαντζωμένα πάνω του επειδή το έφαγε το σαράκι, ο οικουμενισμός , ο οποίος ύπουλα εργάζεται να σαρακοφαγώσει όλο το δέντρο. Αν οι καλοί γεωργοί δεν αποκόψουν τα σαρακοφαγωμένα τότε υπάρχει κίνδυνος να ξεραθεί μεγάλο μέρος του δέντρου της Ορθοδοξίας και τότε αφού χάσουν την αλήθεια ας κρατήσουν τις τελετές και τα πανηγύρια οι Επίσκοποι και οι ομόφρονές τους.